ἀνάνδρωτος: Difference between revisions
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνάνδρωτος]], -ον (Α) [[ | |mltxt=[[ἀνάνδρωτος]], -ον (Α) [[ἀνδοῦμαι]]<br />ο στερημένος από άνδρα. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 18:20, 24 October 2020
English (LSJ)
A widowed, εὐναί S.Tr.110 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 199] des Mannes beraubt, verwittwet, εὐναί Soph. Tr. 109.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάνδρωτος: θήλ. ἐστερημένη, ἔρημος ἀνδρός, εὐναὶ Σοφ. Τρ. 110.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. f.
sans époux.
Étymologie: ἀ, ἀνδρόω.
Spanish (DGE)
-ον sin marido εὐναί S.Tr.110.
Greek Monolingual
ἀνάνδρωτος, -ον (Α) ἀνδοῦμαι
ο στερημένος από άνδρα.
Greek Monotonic
ἀνάνδρωτος: -ον (ἀνδρόω), ορφανός, στερημένος, εὐναί, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάνδρωτος: adj. f лишившаяся супруга, овдовевшая (εὐναί Soph.).