εὐμετακόμιστος: Difference between revisions
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evmetakomistos | |Transliteration C=evmetakomistos | ||
|Beta Code=eu)metako/mistos | |Beta Code=eu)metako/mistos | ||
|Definition=ον, <span class="sense" | |Definition=ον, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[ready to migrate]], Sch.<span class="bibl">Th.1.2</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[portable]], <span class="bibl">Aët.1.39</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:45, 10 December 2020
English (LSJ)
ον, A ready to migrate, Sch.Th.1.2. 2 portable, Aët.1.39.
German (Pape)
[Seite 1080] leicht weg u. anderswohin zu bringen, leicht beweglich, πρὸς τὸ μετανίστασθαι Schol. Thuc. 1, 2.
Greek (Liddell-Scott)
εὐμετακόμιστος: -ον, εὐκόλως μετακομιζόμενος, ἀείποτε ἕτοιμος, πρός τι Κωνστ. παρ’ Εὐσ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 4. 36, Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 2.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐμετακόμιστος, -ον)
1. αυτός που μετοικεί εύκολα, ο έτοιμος ή πρόχειρος για μετανάστευση
2. αυτός που μπορεί να τον μετακινήσει κάποιος εύκολα, ο φορητός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα-κομίζω.