εὔκριτος: Difference between revisions
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eykritos | |Transliteration C=eykritos | ||
|Beta Code=eu)/kritos | |Beta Code=eu)/kritos | ||
|Definition=ον, (κρίνω) <span class="sense" | |Definition=ον, (κρίνω) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[easy to decide]], οὐκ εὔ. τὸ κρῖμα <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>397</span>; <b class="b3">εὔ. [ἐστιν] ὅτι .</b>. it is [[easily discerned]], [[manifest]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>272c</span>, cf. d; εὔκριτ' ἐστί <span class="bibl">Men. <span class="title">Epit.</span>136</span>; [[ἴχνη]] [[distinct]], <span class="bibl">Poll.5.66</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> Medic., [[having a good crisis]], νόσημα <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>1.12</span>; κρίσιες -ώτεραι <span class="bibl">Id.<span class="title">Acut.</span> 14</span>. Adv. -τως, opp. [[ἀνακρίτως]], <span class="bibl">Pall.<span class="title">in Hp.</span>2.181</span> D.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:55, 10 December 2020
English (LSJ)
ον, (κρίνω) A easy to decide, οὐκ εὔ. τὸ κρῖμα A.Supp.397; εὔ. [ἐστιν] ὅτι .. it is easily discerned, manifest, Pl.Plt.272c, cf. d; εὔκριτ' ἐστί Men. Epit.136; ἴχνη distinct, Poll.5.66. 2 Medic., having a good crisis, νόσημα Hp.Aph.1.12; κρίσιες -ώτεραι Id.Acut. 14. Adv. -τως, opp. ἀνακρίτως, Pall.in Hp.2.181 D.
German (Pape)
[Seite 1076] leicht zu entscheiden, κρίμα Aesch. Suppl. 392; leicht zu sondern, deutlich, Plat. Polit. 272 c; ἴχνη Poll. 5, 66.
Greek (Liddell-Scott)
εὔκρῐτος: -ον, (κρίνω) περὶ οὗ εὐκόλως κρίνει τις, οὐκ εὔκρ. τὸ κρῖμα Αἰσχύλ. Ἱκ. 397· κρίσις Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 385· νόσημα ὁ αὐτ. ἐν Ἀφ. 1243· εὔκρ. ἐστιν ὅτι..., εὐκόλως διακρίνεται, εἶναι κατάδηλον ὅτι, Πλάτ. Πολιτικ. 272C, πρβλ. D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à décider.
Étymologie: εὖ, κρίνω.
Greek Monolingual
εὔκριτος, -ον (ΑΜ)
μσν.
αυτός που κρίνεται δίκαια
αρχ.
1. αυτός για τον οποίο μπορεί κάποιος να κρίνει εύκολα, να αποφανθεί εύκολα («οὐκ εὔκριτον τὸ κρῑμα», Αισχύλ.)
2. αυτός τον οποίο διακρίνει κάποιος εύκολα, ο ολοφάνερος («εὔκριτόν ἐστιν ὅτι...» — είναι ολοφάνερο ότι..., Πλάτ.)
3. ιατρ. αυτός τον οποίο μπορεί να διαγνώσει κάποιος εύκολα («εὔκριτον νόσημα», Ιπποκρ.).
επίρρ...
εὐκρίτως (Α)
ευδιακρίτως, με τρόπο ευκολοδιάκριτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κριτός < κρίνω.
Russian (Dvoretsky)
εὔκρῐτος:
1) легко решаемый: οὐκ εὔκριτον τὸ κρῖμα Aesch. суждение (т. е. судить здесь) нелегко;
2) легко разбираемый, понятный: εὔκριτον, ὅτι … Plat. ясно, что ….