κεφαλωτός: Difference between revisions

From LSJ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστὶν· ἔχει δ' ἀγαθὰς δύο ὥρας, τὴν μίαν ἐν θαλάμῳ, τὴν μίαν ἐν θανάτῳ → Every woman is an annoyance. She has two good times: one in the bedroom, one in death.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kefalotos
|Transliteration C=kefalotos
|Beta Code=kefalwto/s
|Beta Code=kefalwto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[with a head]], [[headed]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Cat.</span>7a16</span>; of plants [[with a head]], πράσον Dsc.2.149, cf. Epaenet. ap. <span class="bibl">Ath.9.371e</span>, Mnesith. Cyz. ap. Orib.inc.<span class="bibl">15.18</span>, <span class="title">Gp.</span>12.1.8: Subst. -ωτόν (sc. [[πράσον]]), τό, <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>1120.16</span> (i B.C.); also, of a bolt, [[with a flat head]], περόνη κ. <span class="bibl">Ph. <span class="title">Bel.</span>76.3</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[with a head]], [[headed]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Cat.</span>7a16</span>; of plants [[with a head]], πράσον Dsc.2.149, cf. Epaenet. ap. <span class="bibl">Ath.9.371e</span>, Mnesith. Cyz. ap. Orib.inc.<span class="bibl">15.18</span>, <span class="title">Gp.</span>12.1.8: Subst. -ωτόν (sc. [[πράσον]]), τό, <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>1120.16</span> (i B.C.); also, of a bolt, [[with a flat head]], περόνη κ. <span class="bibl">Ph. <span class="title">Bel.</span>76.3</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:10, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφᾰλωτός Medium diacritics: κεφαλωτός Low diacritics: κεφαλωτός Capitals: ΚΕΦΑΛΩΤΟΣ
Transliteration A: kephalōtós Transliteration B: kephalōtos Transliteration C: kefalotos Beta Code: kefalwto/s

English (LSJ)

ή, όν,    A with a head, headed, Arist.Cat.7a16; of plants with a head, πράσον Dsc.2.149, cf. Epaenet. ap. Ath.9.371e, Mnesith. Cyz. ap. Orib.inc.15.18, Gp.12.1.8: Subst. -ωτόν (sc. πράσον), τό, BGU1120.16 (i B.C.); also, of a bolt, with a flat head, περόνη κ. Ph. Bel.76.3.

German (Pape)

[Seite 1428] mit einem Kopfe versehen, kopfartig, von Knollengewächsen, wie Knoblauch, Ath. XI, 371 e, Theophr. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

κεφᾰλωτός: -ή, -όν, ἔχων κεφαλήν, Ἀριστ. Κατηγ. 7. 12· ἐπὶ φυτῶν ἐχόντων κεφαλήν, οἷον τὸ σκόροδον, Διοσκ. 2. 179, Ἀθήν. 371Ε.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κεφαλωτός, -ή, -όν)
(κυρ. για καρφιά) αυτός που είχει κεφάλι ή εξόγκωμα που μοιάζει με κεφάλι
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το κεφαλωτό (ενν. οστό)
οστάριο του δεύτερου στοίχου τών οστών του καρπού μεταξύ ελάσσονος, πολύγωνου και αγκιστρωτού
2. βοτ. το αρσ. ως ουσ. ο κεφαλωτός
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας κεφαλωτίδες
αρχ.
1. αυτός που έχει κεφάλι
2. το ουδ. ως ουσ. τo κεφαλωτόν
το πράσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + επίθημα -ωτός (πρβλ. αγκυλ-ωτός, ελικ-ωτός)].

Russian (Dvoretsky)

κεφᾰλωτός: имеющий голову (ζῷον Arst.).