ματαιοπόνος: Difference between revisions
From LSJ
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mataioponos | |Transliteration C=mataioponos | ||
|Beta Code=mataiopo/nos | |Beta Code=mataiopo/nos | ||
|Definition=ον, <span class="sense" | |Definition=ον, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[labouring in vain]], τεχνίτης <span class="bibl">Ph.2.500</span>; ματαιοπόνον ἀποκαλεῖν τὴν φύσιν <span class="bibl">Gal.<span class="title">UP</span>5.5</span>, cf. <span class="bibl">Apollon.Cit. 3</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 11:49, 11 December 2020
English (LSJ)
ον, A labouring in vain, τεχνίτης Ph.2.500; ματαιοπόνον ἀποκαλεῖν τὴν φύσιν Gal.UP5.5, cf. Apollon.Cit. 3.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰταιοπόνος: -ον, ὁ ματαίως κοπιῶν, ματαιοκόπος, Φίλων 2.500.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se donne une peine inutile.
Étymologie: μάταιος, πένομαι.
Greek Monolingual
ματαιοπόνος, -ον (Α)
αυτός που κοπιάζει άδικα ή αυτός που εργάζεται μάταια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + πόνος (πρβλ. εργο-πόνος, οφθαλμο-πόνος)].
Greek Monotonic
μᾰταιοπόνος: -ον, αυτός που εργάζεται μάταια, χωρίς αποτέλεσμα, σε Φίλωνα.