μεσόσφαιρος: Difference between revisions
From LSJ
μὴ εἴπῃς ὠς οὐκ ἔστι Ζεύς → don't say that there is no Zeus
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mesosfairos | |Transliteration C=mesosfairos | ||
|Beta Code=meso/sfairos | |Beta Code=meso/sfairos | ||
|Definition=ον, <span class="sense" | |Definition=ον, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> <b class="b2">of middle globular size, Peripl. M.Rubr</b>.<span class="bibl">65</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 12:25, 11 December 2020
English (LSJ)
ον, A of middle globular size, Peripl. M.Rubr.65.
Greek (Liddell-Scott)
μεσόσφαιρος: -ον, ὁ ἔχων μέγεθος μεσαίας (μετρίας) σφαίρας, «ἐξινιάσαντες καλάμους... ἐπὶ λεπτὸν ἐπιδιπλώσαντες τὰ φύλλα καὶ σφαιροειδῆ ποιοῦντες διείρουσι ταῖς ἀπὸ τῶν καλάμων ἴναις· γίνεται δὲ γένη τρία τὸ ἁδρόσφαιρον, μαλάβαθρον λεγόμενον, ἐκ δὲ τοῦ ὑποδεεστέρου τὸ μεσόσφαιρον, ἐκ δὲ τοῦ μικροτέρου τὸ μικρόσφαιρον» Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 38.
Greek Monolingual
μεσόσφαιρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει σχήμα σφαίρας μέτριου μεγέθους
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεσόσφαιρον
το μεσαίο είδος του ινδικού αρωματικού φυτού μαλαβάθρο, σε διάκριση από το μικρόσφαιρο και το αδρόσφαιρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + -σφαιρος (< σφαίρα), πρβλ. αδρό-σφαιρος].