προεξέχω: Difference between revisions
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proeksecho | |Transliteration C=proeksecho | ||
|Beta Code=proece/xw | |Beta Code=proece/xw | ||
|Definition=<span class="sense" | |Definition=<span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[project from]], τοῦ αἰγιαλοῦ <span class="bibl">Agath.5.22</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:40, 11 December 2020
English (LSJ)
A project from, τοῦ αἰγιαλοῦ Agath.5.22.
Greek (Liddell-Scott)
προεξέχω: ἐξέχω, τινί, εἴς τι πρᾶγμα, Ἀγαθ. 327, 16.
Greek Monolingual
ΝΜΑ ἐξέχω
εξέχω προς τα εμπρός, προέχω (α. «η στέγη δεν προεξέχει αρκετά για να φεύγουν τα νερά της βροχής» β. «πᾱν προβεβλημένον μέρος καὶ προεξέχον», Ιωάν. Τζέτζ.
γ. «τὸ τοῦ αἰγιαλοῡ προεξέχον», Αγαθ.)
αρχ.
υπερέχω, διακρίνομαι.