σκεύασμα: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skeyasma | |Transliteration C=skeyasma | ||
|Beta Code=skeu/asma | |Beta Code=skeu/asma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense" | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[preparation]], [[dish]] of food, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>664</span>; of Deianira's [[φίλτρον]], Sch.<span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>594</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> in pl., [[furniture]], <span class="bibl">LXX <span class="title">Ju.</span>15.11</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:20, 11 December 2020
English (LSJ)
ατος, τό, A preparation, dish of food, Sch.Ar.Lys.664; of Deianira's φίλτρον, Sch.S.Tr.594. II in pl., furniture, LXX Ju.15.11.
German (Pape)
[Seite 893] τό, das Zubereitete. Auch = σκευασία, Schol. Ar. Lys. 664.
Greek (Liddell-Scott)
σκεύασμα: τό, προπαρασκευή, ἑτοιμαχία φαγητοῦ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 664· ἐπὶ τοῦ τῆς Δηϊανείρας φίλτρου, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 594. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., συσκευή, ἀποσκευή, Ἑβδ. (Ἰουδὶθ ΙΕ΄, 11).
Greek Monolingual
-ατος, το ΝΑ σκευάζω
σύνθεμα φαρμακευτικών ουσιών που χρησιμοποιείται στη θεραπευτική
νεοελλ.
φρ. «βιταμινούχο σκεύασμα» — σκεύασμα που περιέχει βιταμίνες
μσν.
ιατρική συνταγή
αρχ.
1. παρασκευή, ετοιμασία φαγητού
2. στον πληθ. τὰ σκευάσματα
αποσκευές ή έπιπλα («ἔδωκαν... πάντα τὰ ἀργυρώματα καὶ τὰ ὄλκια καὶ πάντα τὰ σκευάσματα αὐτοῦ», ΠΔ).