σμερδνός: Difference between revisions

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
(CSV import)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=smerdnos
|Transliteration C=smerdnos
|Beta Code=smerdno/s
|Beta Code=smerdno/s
|Definition=ή, όν,= foreg., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> Γοργείη κεφαλή <span class="bibl">Il.5.742</span>; σμερδναῖσι γαμφηλαῖσι συρίζων φόνον <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>357</span>; μυγαλέη <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>815</span>:—as Adv., σμερδνὸν βοόων <span class="bibl">Il. 15.687</span>; δέρκεται <span class="bibl"><span class="title">h.Hom.</span>31.9</span>.</span>
|Definition=ή, όν,= foreg., <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> Γοργείη κεφαλή <span class="bibl">Il.5.742</span>; σμερδναῖσι γαμφηλαῖσι συρίζων φόνον <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>357</span>; μυγαλέη <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>815</span>:—as Adv., σμερδνὸν βοόων <span class="bibl">Il. 15.687</span>; δέρκεται <span class="bibl"><span class="title">h.Hom.</span>31.9</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 22:35, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμερδνός Medium diacritics: σμερδνός Low diacritics: σμερδνός Capitals: ΣΜΕΡΔΝΟΣ
Transliteration A: smerdnós Transliteration B: smerdnos Transliteration C: smerdnos Beta Code: smerdno/s

English (LSJ)

ή, όν,= foreg.,    A Γοργείη κεφαλή Il.5.742; σμερδναῖσι γαμφηλαῖσι συρίζων φόνον A.Pr.357; μυγαλέη Nic.Th.815:—as Adv., σμερδνὸν βοόων Il. 15.687; δέρκεται h.Hom.31.9.

German (Pape)

[Seite 910] = σμερδαλέος, bei Hom. ganz eben so gebraucht, aber viel seltener, von der Aegis, Il. 5, 742, u. adverbial, σμερδνὸν βοόων, 15, 687; σμερδναῖσι γαμφηλῇσι συρίζων φόνον, Aesch. Prom. 355; sp. D., σκόλοπες, Opp. Hal. 5, 330.

Greek (Liddell-Scott)

σμερδνός: -ή, -όν, = σμερδαλέος, αἰγὶς Ἰλ. Ε. 742· σμερδναῖσι γαμφηλαῖσι συρίζων φόνον Αἰσχύλ. Πρ. 355· μυγαλέη Νικ. Θηρ. 815· - ὡς ἐπίρρ., σμερδνὸν βοόων Ἰλ. Ο. 678, 732· δέρκεται Ὁμ. Ὕμν. 31. 9. - Καθ’ Ἡσύχ.: «δεινόν, καταπληκτικόν, πολεμικόν, σκυθρωπόν».

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
c. σμερδαλέος ; neutre adv. • σμερδνόν.
Étymologie: R. Σμερδ, mordre ; cf. σμερδαλέος, lat. mordere.

English (Autenrieth)

= σμερδαλέος, Il. 5.472.— Adv., σμερδνόν, βοᾶν, Il. 15.687, 732.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. σμερδαλέος
2. (η αιτ. εν. του ουδ. ως επίρρ.) σμερδνόν
με φρικαλέο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. του επιθ. σμερδαλέος με επίθημα -νός (πρβλ. δει-νός). Για την εναλλαγή αυτή στα επιθήματα πρβλ. ἰσχαλέος: ἰσχνός (για ετυμολ. βλ. λ. σμερδαλέος)].

Greek Monotonic

σμερδνός: -ή, -όν, = σμερδαλέος, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· ως επίρρ., σμερδνόν, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

σμερδνός: Hom., Aesch. = σμερδαλέος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σμερδνός -ή -όν [~ σμερδαλέος] vreselijk, afgrijselijk, schrikwekkend, angstaanjagend; adv. acc. n. σμερδνόν.

Middle Liddell

σμερδνός, ή, όν = σμερδάλεος]
Il., Aesch.:—as adv., σμερδνόν Il.

English (Woodhouse)

dreadful

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)