συμβολαιογράφος: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
m (Text replacement - "<b class="b3">ᾰ], ὁ</b>" to "ᾰ], ὁ")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=symvolaiografos
|Transliteration C=symvolaiografos
|Beta Code=sumbolaiogra/fos
|Beta Code=sumbolaiogra/fos
|Definition=[ᾰ], ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[notary]], MAMA3.460 (Corycus), <span class="bibl"><span class="title">PThead.</span> 10.22</span> (iv A.D.), Hsch., <span class="title">Cod.Just.</span>4.21.16.1.</span>
|Definition=[ᾰ], ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[notary]], MAMA3.460 (Corycus), <span class="bibl"><span class="title">PThead.</span> 10.22</span> (iv A.D.), Hsch., <span class="title">Cod.Just.</span>4.21.16.1.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 23:35, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβολαιογράφος Medium diacritics: συμβολαιογράφος Low diacritics: συμβολαιογράφος Capitals: ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: symbolaiográphos Transliteration B: symbolaiographos Transliteration C: symvolaiografos Beta Code: sumbolaiogra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ,    A notary, MAMA3.460 (Corycus), PThead. 10.22 (iv A.D.), Hsch., Cod.Just.4.21.16.1.

German (Pape)

[Seite 978] Vergleiche, Verträge, Contracte schreibend, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

συμβολαιογράφος: [ᾰ], ὁ, ὁ γράφων συμβόλαια, Συλλογ. Ἐπιγρ. 8855· «συμβολαιογράφος· ὁ τὰ συμβόλαια γράφων» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ο, η, ΝΜΑ
νεοελλ.
άμισθος δημόσιος λειτουργός εντεταλμένος με τη σύνταξη και φύλαξη δημόσιων εγγράφων
μσν.-αρχ.
δικαστικός υπάλληλος ο οποίος είναι αρμόδιος για τη σύνταξη τών συμβολαίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμβόλαιο(ν) + -γράφος].

Greek Monolingual

ο, η, ΝΜΑ
νεοελλ.
άμισθος δημόσιος λειτουργός εντεταλμένος με τη σύνταξη και φύλαξη δημόσιων εγγράφων
μσν.-αρχ.
δικαστικός υπάλληλος ο οποίος είναι αρμόδιος για τη σύνταξη τών συμβολαίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμβόλαιο(ν) + -γράφος].