συνοφρύωμα: Difference between revisions
From LSJ
Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
mNo edit summary |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, ΝΜΑ [[ | |mltxt=το, ΝΜΑ [[συνοφρυοῦμαι]] / [[συνοφρυώνομαι]]<br />[[σούφρωμα]] τών φρυδιών από [[λύπη]] ή [[δυσαρέσκεια]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:06, 12 December 2020
English (LSJ)
ατος, τό, A meeting of the eyebrows, frowning Sch.Il.17.136, EM364.8.
Greek (Liddell-Scott)
συνοφρύωμα: τό, ἡ τῶν ὀφρύων συνάντησις ἢ ἕνωσις, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ρ. 136, Ἐτυμολ. Μέγ.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ συνοφρυοῦμαι / συνοφρυώνομαι
σούφρωμα τών φρυδιών από λύπη ή δυσαρέσκεια.