ἀνθρακεύω: Difference between revisions

From LSJ

ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)

Source
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anthrakeyo
|Transliteration C=anthrakeyo
|Beta Code=a)nqrakeu/w
|Beta Code=a)nqrakeu/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[make charcoal]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>9.3.1</span>, cf. <span class="bibl">Poll.7.146</span>; τὰ ἀνθρακευόμενα [[charcoal]], <span class="bibl">Antig.<span class="title">Mir.</span>136</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[burn to a cinder]], ἀ. τινὰ πυρί <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>340</span>.</span>
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[make charcoal]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>9.3.1</span>, cf. <span class="bibl">Poll.7.146</span>; τὰ ἀνθρακευόμενα [[charcoal]], <span class="bibl">Antig.<span class="title">Mir.</span>136</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[burn to a cinder]], ἀ. τινὰ πυρί <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>340</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:33, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρᾰκεύω Medium diacritics: ἀνθρακεύω Low diacritics: ανθρακεύω Capitals: ΑΝΘΡΑΚΕΥΩ
Transliteration A: anthrakeúō Transliteration B: anthrakeuō Transliteration C: anthrakeyo Beta Code: a)nqrakeu/w

English (LSJ)

   A make charcoal, Thphr.HP9.3.1, cf. Poll.7.146; τὰ ἀνθρακευόμενα charcoal, Antig.Mir.136.    2 burn to a cinder, ἀ. τινὰ πυρί Ar.Lys.340.

German (Pape)

[Seite 233] Kohlen brennen, Köhler sein, Sp.; γυναῖκας πυρί, Ar. Lys. 340.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρᾰκεύω: κάμνω ἄνθρακας, φαῦλον δὲ καὶ εἰς τὸ καίειν καὶ ἀνθρακεύειν Θεοφρ. Ἱστ. Φυτ. 3. 8, 5, καὶ 9. 3, 1, πρβλ. καὶ Πολυδ. 7. 146· «τούτους δὲ (τοὺς ἀνθρακώδεις λίθους) πᾶν τοὐναντίον πάσχειν τοῖς ἐκ τῶν ξύλων ἀνθρακευομένοις» Ἀντιγ. Καρύστ. 151. 2) καίω τι ἕως οὗ ἀνθρακωθῇ, ὡς πυρὶ χρὴ τὰς μεσαρὰς γυναῖκας ἀνθρακεύειν Ἀριστοφ. Λυσ. 340.

French (Bailly abrégé)

brûler avec du charbon, faire griller.
Étymologie: ἀνθρακεύς.

Spanish (DGE)

1 carbonear Thphr.HP 9.3.1, Poll.7.146, τὰ ἀνθρακευόμενα carbón Antig.Mir.136.
2 hacer arder πυρὶ ... τὰς μυσαρὰς γυναῖκας Ar.Lys.340.

Greek Monolingual

ἀνθρακεύω)
παρασκευάζω ξυλάνθρακες
νεοελλ.
(για πλοία ή ατμομηχανές) προμηθεύομαι κάρβουνα
αρχ.
καίω κάτι ώσπου να γίνει κάρβουνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τύπος < ανθρακεύς.
ΠΑΡ. ανθρακευτής
νεοελλ.
ανθράκευση
αρχ.
ανθρακευτός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Νικόλαου Κοντόπουλου (κατά το υδρεύω)].

Russian (Dvoretsky)

ἀνθρᾰκεύω: превращать в уголь, медленно сжигать (τινὰ πυρί Arph.).