ἰχνογραφία: Difference between revisions
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
(18) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ichnografia | |Transliteration C=ichnografia | ||
|Beta Code=i)xnografi/a | |Beta Code=i)xnografi/a | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense" | |Definition=ἡ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> <b class="b2">tracing out: ground-plan</b>, Vitr.1.2.2.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 00:04, 13 December 2020
English (LSJ)
ἡ, A tracing out: ground-plan, Vitr.1.2.2.
German (Pape)
[Seite 1277] ἡ, Grundriß, Vitruv. 1, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἰχνογρᾰφία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ γράφειν τὰ ἴχνη, τὰς κυριωτάτας γραμμάς, σχεδίασμα, Βιτρούβ. 1. 2, § 20.
Greek Monolingual
ἡ (Α ἰχνογραφία) ιχνογράφος
παράσταση ενός θέματος με γραμμές και χωρίς χρώματα, σχεδίασμα, ιχνογράφημα
νεοελλ.
1. το σχετικό μάθημα που διδάσκεται στα σχολεία
2. το μαθητικό τετράδιο ή βιβλίο που περιέχει ασκήσεις ή υποδείγματα ιχνογράφησης.