κάλυξις: Difference between revisions

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
(18)
m (Text replacement - "<span class="bibl">11</span>" to "''ΙΙ''")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kalyksis
|Transliteration C=kalyksis
|Beta Code=ka/lucis
|Beta Code=ka/lucis
|Definition=[ᾰ], εως, ἡ, = foreg. 1.1, Hsch.; also, = foreg. <span class="bibl">11</span>, Id.
|Definition=[ᾰ], εως, ἡ, = foreg. 1.1, Hsch.; also, = foreg. ''ΙΙ'', Id.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 15:10, 29 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάλυξις Medium diacritics: κάλυξις Low diacritics: κάλυξις Capitals: ΚΑΛΥΞΙΣ
Transliteration A: kályxis Transliteration B: kalyxis Transliteration C: kalyksis Beta Code: ka/lucis

English (LSJ)

[ᾰ], εως, ἡ, = foreg. 1.1, Hsch.; also, = foreg. ΙΙ, Id.

Greek (Liddell-Scott)

κάλυξις: -εως, ἡ, «κόσμος τις ἐκ ῥόδων» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κάλυξις, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
1. κάλυξ, κάλυμμα, σκέπασμα, περιτύλιγμα, περικάρπιο
2. στον πληθ. φρ. «κόσμος τις ἐκ ῥόδων» — κοσμήματα γυναικεία σε σχήμα κάλυκα άνθους, ίσως σκουλαρίκια ή πόρπες φορεμάτων ή άλλων κοσμημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλύσσω (< κάλυξ, -υκος)].