κάλυξις

From LSJ

πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάλυξις Medium diacritics: κάλυξις Low diacritics: κάλυξις Capitals: ΚΑΛΥΞΙΣ
Transliteration A: kályxis Transliteration B: kalyxis Transliteration C: kalyksis Beta Code: ka/lucis

English (LSJ)

-εως, ἡ, = κάλυξ (covering, seed-vessel, husk, shell, pod, cup, calyx of a flower, rosebud, I. 1, Hsch. ; also, = κάλυξ) II, Id.

Greek (Liddell-Scott)

κάλυξις: -εως, ἡ, «κόσμος τις ἐκ ῥόδων» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κάλυξις, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
1. κάλυξ, κάλυμμα, σκέπασμα, περιτύλιγμα, περικάρπιο
2. στον πληθ. φρ. «κόσμος τις ἐκ ῥόδων» — κοσμήματα γυναικεία σε σχήμα κάλυκα άνθους, ίσως σκουλαρίκια ή πόρπες φορεμάτων ή άλλων κοσμημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλύσσω (< κάλυξ, -υκος)].

German (Pape)

ἡ, = κάλυξ, Hesych.