λύκιος: Difference between revisions
Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - "<span class="bibl">11</span>" to "''ΙΙ''") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lykios | |Transliteration C=lykios | ||
|Beta Code=lu/kios | |Beta Code=lu/kios | ||
|Definition=<b class="b3">κολοιοῦ εἶδος</b>, Hsch.; cf. <span class="sense"> <span class="bld">A</span> λύκος | |Definition=<b class="b3">κολοιοῦ εἶδος</b>, Hsch.; cf. <span class="sense"> <span class="bld">A</span> λύκος ''ΙΙ''.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:10, 29 December 2020
English (LSJ)
κολοιοῦ εἶδος, Hsch.; cf. A λύκος ΙΙ.
German (Pape)
[Seite 69] ὁ, eine Dohlenart, zw.
Greek (Liddell-Scott)
λύκιος: ὁ, εἶδος κολοιοῦ, ἀμφίβολον παρ’ Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α λύκιος, -ία, -ον) Λυκία
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λυκία ή προέρχεται από τη Λυκία
2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Λύκιος, η Λυκία
ο, η κάτοικος της Λυκίας, αρχαίας χώρας στο νότιο τμήμα της Μικράς Ασίας, μεταξύ της Καρίας και της Παμφυλίας
3. το ουδ. ως ουσ. το λύκιο(ν)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια σολανίδες
αρχ.
1. αφέψημα από αυτό το φυτό
2. (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος κολοιού»
3. φρ. «λύκιον τὸ ἰνδικόν» — το φυτό λογχίτις.