σκόπιμος: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "<span class="bibl">11</span>" to "''ΙΙ''")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skopimos
|Transliteration C=skopimos
|Beta Code=sko/pimos
|Beta Code=sko/pimos
|Definition=ον, (<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> σκοπός <span class="bibl">11</span>) [[suitable to a purpose]], Iamb.<span class="title">Comm. Math.</span>7, <span class="bibl">Procl. <span class="title">in Alc.</span>p.9</span> C., <span class="bibl"><span class="title">in Prm.</span>p.487</span> S., <span class="bibl">Simp. <span class="title">in Ph.</span>882.2</span> (all Sup.).</span>
|Definition=ον, (<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> σκοπός ''ΙΙ'') [[suitable to a purpose]], Iamb.<span class="title">Comm. Math.</span>7, <span class="bibl">Procl. <span class="title">in Alc.</span>p.9</span> C., <span class="bibl"><span class="title">in Prm.</span>p.487</span> S., <span class="bibl">Simp. <span class="title">in Ph.</span>882.2</span> (all Sup.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:15, 29 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκόπιμος Medium diacritics: σκόπιμος Low diacritics: σκόπιμος Capitals: ΣΚΟΠΙΜΟΣ
Transliteration A: skópimos Transliteration B: skopimos Transliteration C: skopimos Beta Code: sko/pimos

English (LSJ)

ον, (   A σκοπός ΙΙ) suitable to a purpose, Iamb.Comm. Math.7, Procl. in Alc.p.9 C., in Prm.p.487 S., Simp. in Ph.882.2 (all Sup.).

German (Pape)

[Seite 903] zum Ziele gehörig, zum Ziele führend, dah. zweckmäßig, τέλος σκοπιμώτατον, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σκόπιμος: -ον, (σκοπὸς) ὁ ἁρμόδιος πρός τινα σκοπόν, Εὐστ. Πονημάτ. 13. 28, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο / σκόπιμος, -ον, ΝΜΑ σκοπός (II)]
αυτός που εξυπηρετεί έναν σκοπό, αυτός που συμβάλλει σε κάτι
νεοελλ.
αυτός που γίνεται από πρόθεση, για ορισμένο σκοπό, προμελετημένος («ήταν σκόπιμη η σιωπή του»).
επίρρ...
σκοπίμως και σκόπιμα Ν
1. από πρόθεση, επίτηδες, με σκοπιμότητα («σκόπιμα έλειψε από την συνεδρίαση»)
2. για την εξυπηρέτηση ενός απώτερου σκοπού («η κυβέρνηση σκόπιμα ανέβαλε τη λήψη απόφασης για τον έλεγχο τών τιμών»).