σκόπιμος: Difference between revisions
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - "<span class="bibl">11</span>" to "''ΙΙ''") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skopimos | |Transliteration C=skopimos | ||
|Beta Code=sko/pimos | |Beta Code=sko/pimos | ||
|Definition=ον, (<span class="sense"> <span class="bld">A</span> σκοπός | |Definition=ον, (<span class="sense"> <span class="bld">A</span> σκοπός ''ΙΙ'') [[suitable to a purpose]], Iamb.<span class="title">Comm. Math.</span>7, <span class="bibl">Procl. <span class="title">in Alc.</span>p.9</span> C., <span class="bibl"><span class="title">in Prm.</span>p.487</span> S., <span class="bibl">Simp. <span class="title">in Ph.</span>882.2</span> (all Sup.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:15, 29 December 2020
English (LSJ)
ον, ( A σκοπός ΙΙ) suitable to a purpose, Iamb.Comm. Math.7, Procl. in Alc.p.9 C., in Prm.p.487 S., Simp. in Ph.882.2 (all Sup.).
German (Pape)
[Seite 903] zum Ziele gehörig, zum Ziele führend, dah. zweckmäßig, τέλος σκοπιμώτατον, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σκόπιμος: -ον, (σκοπὸς) ὁ ἁρμόδιος πρός τινα σκοπόν, Εὐστ. Πονημάτ. 13. 28, κτλ.
Greek Monolingual
-η, -ο / σκόπιμος, -ον, ΝΜΑ σκοπός (II)]
αυτός που εξυπηρετεί έναν σκοπό, αυτός που συμβάλλει σε κάτι
νεοελλ.
αυτός που γίνεται από πρόθεση, για ορισμένο σκοπό, προμελετημένος («ήταν σκόπιμη η σιωπή του»).
επίρρ...
σκοπίμως και σκόπιμα Ν
1. από πρόθεση, επίτηδες, με σκοπιμότητα («σκόπιμα έλειψε από την συνεδρίαση»)
2. για την εξυπηρέτηση ενός απώτερου σκοπού («η κυβέρνηση σκόπιμα ανέβαλε τη λήψη απόφασης για τον έλεγχο τών τιμών»).