ὑδρόρροια: Difference between revisions

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
(4b)
m (Text replacement - "<span class="bibl">1</span>" to "''1''")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ydrorroia
|Transliteration C=ydrorroia
|Beta Code=u(dro/rroia
|Beta Code=u(dro/rroia
|Definition=ἡ, = foreg. <span class="bibl">1</span>, <span class="bibl">Plb.4.57.8</span>.
|Definition=ἡ, = foreg. ''1'', <span class="bibl">Plb.4.57.8</span>.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 15:41, 29 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδρόρροια Medium diacritics: ὑδρόρροια Low diacritics: υδρόρροια Capitals: ΥΔΡΟΡΡΟΙΑ
Transliteration A: hydrórroia Transliteration B: hydrorroia Transliteration C: ydrorroia Beta Code: u(dro/rroia

English (LSJ)

ἡ, = foreg. 1, Plb.4.57.8.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδρόρροια: ἡ, = τῷ προηγ., Πολύβ. 4. 57, 8· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 497.

Greek Monolingual

η / ὑδρόρροια, ΝΜΑ υδρορόος
νεοελλ.
ιατρ. άφθονη εκροή υδαρούς υγρού από μια κοιλότητα του σώματος, όπως λ.χ. εγκεφαλονωτιαίου υγρού από τη μύτη ή από το αφτί σε κατάγματα του πρόσθιου ή του μέσου κρανιακού βόθρου, αντίστοιχα, ή αμνιακού υγρού ή έκκρισης φθαρτού κατά την εγκυμοσύνη
αρχ.
οχετός, αυλάκι νερού.

Russian (Dvoretsky)

ὑδρόρροια: ἡ Polyb. = ὑδρορρόα 1.