Κάρβας: Difference between revisions
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[Κάρβας]], ὁ (Α)<br />ονομ. του ανατολικού ανέμου, του Εύρου, στην [[Κυρήνη]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[Κάρβας]], ὁ (Α)<br />ονομ. του ανατολικού ανέμου, του Εύρου, στην [[Κυρήνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Δάνεια λ. φοινικικής προελεύσεως, [[συγγενής]] πιθ. με τα [[καρβάν]], [[κάρβανος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''Κάρβας:''' ου ὁ карбас (киренское название восточного ветра) Arst. | |elrutext='''Κάρβας:''' ου ὁ карбас (киренское название восточного ветра) Arst. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:35, 29 December 2020
English (LSJ)
name in Cyrene for the wind Εὖρος, Arist.Vent.973b4 (ἀπὸ τῶν Καρβανῶν τῶν κατὰ φοινίκην): Phoenician word, acc. to Thphr.Vent.62.
Greek Monolingual
Κάρβας, ὁ (Α)
ονομ. του ανατολικού ανέμου, του Εύρου, στην Κυρήνη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Δάνεια λ. φοινικικής προελεύσεως, συγγενής πιθ. με τα καρβάν, κάρβανος.
Russian (Dvoretsky)
Κάρβας: ου ὁ карбас (киренское название восточного ветра) Arst.