άκαιρος: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄκαιρος]], -ον)<br />αυτός που λέγεται ή γίνεται σε ακατάλληλο χρόνο, ο [[παράκαιρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πρόωρος]]<br /><b>2.</b> [[άγουρος]]<br /><b>3.</b> [[αδικαιολόγητος]], [[παράλογος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[ενοχλητικός]] με το να κάνει ή να πει [[κάτι]] τη [[στιγμή]] που δεν [[πρέπει]]<br /><b>2.</b> ο [[ακατάλληλος]] να κάνει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[καιρός]]<br />αντίθετο της λ. [[εὔκαιρος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακαιρία]] <b>αρχ.</b> [[ἀκαιρεύομαι]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>ἀκαιρῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ακαιρολόγος]] <b>αρχ.</b> [[ἀκαιροβόας]], [[ἀκαιρορρήμων]], <i>ἀκαιροφάγος</i><br /><b>μσν.</b><br />[[ἀκαιροπαρρησία]], <i>ἀκαιροπαρρησιαστής</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ακαι</i>-<i>ρόμυθος</i>, [[ακαιροφόρητος]]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄκαιρος]], -ον)<br />αυτός που λέγεται ή γίνεται σε ακατάλληλο χρόνο, ο [[παράκαιρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πρόωρος]]<br /><b>2.</b> [[άγουρος]]<br /><b>3.</b> [[αδικαιολόγητος]], [[παράλογος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[ενοχλητικός]] με το να κάνει ή να πει [[κάτι]] τη [[στιγμή]] που δεν [[πρέπει]]<br /><b>2.</b> ο [[ακατάλληλος]] να κάνει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[καιρός]]<br />αντίθετο της λ. [[εὔκαιρος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακαιρία]] <b>αρχ.</b> [[ἀκαιρεύομαι]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>ἀκαιρῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ακαιρολόγος]] <b>αρχ.</b> [[ἀκαιροβόας]], [[ἀκαιρορρήμων]], <i>ἀκαιροφάγος</i><br /><b>μσν.</b><br />[[ἀκαιροπαρρησία]], <i>ἀκαιροπαρρησιαστής</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ακαι</i>-<i>ρόμυθος</i>, [[ακαιροφόρητος]]].
}}
}}

Latest revision as of 21:50, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄκαιρος, -ον)
αυτός που λέγεται ή γίνεται σε ακατάλληλο χρόνο, ο παράκαιρος
νεοελλ.
1. πρόωρος
2. άγουρος
3. αδικαιολόγητος, παράλογος
αρχ.
1. αυτός που γίνεται ενοχλητικός με το να κάνει ή να πει κάτι τη στιγμή που δεν πρέπει
2. ο ακατάλληλος να κάνει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + καιρός
αντίθετο της λ. εὔκαιρος.
ΠΑΡ. ακαιρία αρχ. ἀκαιρεύομαι
αρχ.-μσν.
ἀκαιρῶ.
ΣΥΝΘ. ακαιρολόγος αρχ. ἀκαιροβόας, ἀκαιρορρήμων, ἀκαιροφάγος
μσν.
ἀκαιροπαρρησία, ἀκαιροπαρρησιαστής
νεοελλ.
ακαι-ρόμυθος, ακαιροφόρητος].