άμικτος: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄμικτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν αναμίχθηκε ή δεν μπορεί να αναμιχθεί με άλλον<br /><b>2.</b> [[αμιγής]], [[καθαρός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) αυτός που δεν επικοινωνεί με άλλους, [[ακοινώνητος]], [[αγροίκος]], [[άγριος]]<br /><b>2.</b> [[σκυθρωπός]], [[κατηφής]], [[κακόκεφος]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν συνουσιάζεται, δεν έρχεται σε σαρκική [[μίξη]]<br /><b>4.</b> (για [[τόπο]]) α) [[απολίτιστος]]<br />β) [[αφιλόξενος]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ἄμικτον</i> [[έλλειψη]] επικοινωνίας, [[ακοινωνησία]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[ἄμικτος]] βοή», κραυγές που δεν μπορούν να ενωθούν και να αποτελέσουν [[αρμονία]]<br />«ἄμικτόν τινα ἑαυτοῖς καταστῆσαι», [[αρνούμαι]] να επιτρέψω την είσοδο κάποιου στην [[κοινωνία]] τους<br /><b>7.</b> επίρρ. <i>ἀμίκτως</i> και <i>ἄμικτα</i><br />[[χωρίς]] [[ανάμιξη]], άσμιχτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μικτός]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἐμίγην</i>, [[μείγνυμι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμιξία]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄμικτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν αναμίχθηκε ή δεν μπορεί να αναμιχθεί με άλλον<br /><b>2.</b> [[αμιγής]], [[καθαρός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) αυτός που δεν επικοινωνεί με άλλους, [[ακοινώνητος]], [[αγροίκος]], [[άγριος]]<br /><b>2.</b> [[σκυθρωπός]], [[κατηφής]], [[κακόκεφος]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν συνουσιάζεται, δεν έρχεται σε σαρκική [[μίξη]]<br /><b>4.</b> (για [[τόπο]]) α) [[απολίτιστος]]<br />β) [[αφιλόξενος]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ἄμικτον</i> [[έλλειψη]] επικοινωνίας, [[ακοινωνησία]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[ἄμικτος]] βοή», κραυγές που δεν μπορούν να ενωθούν και να αποτελέσουν [[αρμονία]]<br />«ἄμικτόν τινα ἑαυτοῖς καταστῆσαι», [[αρνούμαι]] να επιτρέψω την είσοδο κάποιου στην [[κοινωνία]] τους<br /><b>7.</b> επίρρ. <i>ἀμίκτως</i> και <i>ἄμικτα</i><br />[[χωρίς]] [[ανάμιξη]], άσμιχτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μικτός]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἐμίγην</i>, [[μείγνυμι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμιξία]].
}}
}}

Latest revision as of 21:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄμικτος, -ον)
1. αυτός που δεν αναμίχθηκε ή δεν μπορεί να αναμιχθεί με άλλον
2. αμιγής, καθαρός
αρχ.
1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν επικοινωνεί με άλλους, ακοινώνητος, αγροίκος, άγριος
2. σκυθρωπός, κατηφής, κακόκεφος
3. αυτός που δεν συνουσιάζεται, δεν έρχεται σε σαρκική μίξη
4. (για τόπο) α) απολίτιστος
β) αφιλόξενος
5. το ουδ. ως ουσ. το ἄμικτον έλλειψη επικοινωνίας, ακοινωνησία
6. φρ. «ἄμικτος βοή», κραυγές που δεν μπορούν να ενωθούν και να αποτελέσουν αρμονία
«ἄμικτόν τινα ἑαυτοῖς καταστῆσαι», αρνούμαι να επιτρέψω την είσοδο κάποιου στην κοινωνία τους
7. επίρρ. ἀμίκτως και ἄμικτα
χωρίς ανάμιξη, άσμιχτα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερ. + μικτός < ἐμίγην, μείγνυμι.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμιξία.