έκαστος: Difference between revisions
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἕκαστος]], -η, -ον)<br />(επιμεριστική αντων.) (σε [[αντίθεση]] με το [[σύνολο]])<br /><b>1.</b> ο [[κάθε]] [[ένας]] [[χωριστά]], [[ένας]] [[ένας]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) <b>στον πληθ.</b> <i>έκαστοι</i><br />όλοι και [[ένας]] [[ένας]] [[χωριστά]]<br />β) «καθ' εκάστην» (ενν. [[ημέρα]])<br />καθημερινά<br />γ) «τα καθ' έκαστο» ή «τα καθ' έκαστα» — οι λεπτομέρειες κάποιου γεγονότος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με το <i>εἷς</i> για εμφαντικότερο επιμερισμό («εἷς [[ἕκαστος]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) (με την [[πρόθεση]] [[παρά]]) «πάρ' ἕκαστον» — σε [[κάθε]] [[περίπτωση]]<br />β) (με το <i>ως</i>) «ὡς [[ἕκαστος]]» — ο [[κάθε]] [[ένας]] από [[μόνος]] του<br /><b>3.</b> [[αντί]] για το [[εκάτερος]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἕκαστος]], -η, -ον)<br />(επιμεριστική αντων.) (σε [[αντίθεση]] με το [[σύνολο]])<br /><b>1.</b> ο [[κάθε]] [[ένας]] [[χωριστά]], [[ένας]] [[ένας]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) <b>στον πληθ.</b> <i>έκαστοι</i><br />όλοι και [[ένας]] [[ένας]] [[χωριστά]]<br />β) «καθ' εκάστην» (ενν. [[ημέρα]])<br />καθημερινά<br />γ) «τα καθ' έκαστο» ή «τα καθ' έκαστα» — οι λεπτομέρειες κάποιου γεγονότος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με το <i>εἷς</i> για εμφαντικότερο επιμερισμό («εἷς [[ἕκαστος]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) (με την [[πρόθεση]] [[παρά]]) «πάρ' ἕκαστον» — σε [[κάθε]] [[περίπτωση]]<br />β) (με το <i>ως</i>) «ὡς [[ἕκαστος]]» — ο [[κάθε]] [[ένας]] από [[μόνος]] του<br /><b>3.</b> [[αντί]] για το [[εκάτερος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Υποστηρίχτηκε ότι [[έκαστος]] <span style="color: red;"><</span> [[εκάς]] τις</i> «[[χωριστά]] ο [[καθένας]]» (<b>πρβλ.</b> <i>εις τις</i> «[[καθένας]]»), με πιθανή αναλογική [[επίδραση]] του υπερθετικού σε -(<i>ι</i>)<i>στος</i>. Όμοια σχηματίστηκε και η γεν. <i>εκάστου</i> <span style="color: red;"><</span> [[εκάς]] τεο</i> (ιων. τ. γενικής της αντων. <i>τις</i>), δοτ. <i>εκάστῳ</i> <span style="color: red;"><</span> [[εκάς]] τῳ</i>. Σύμφωνα με [[άλλη]] [[υπόθεση]], ο τ. [[έκαστος]] προήλθε από το [[εκάς]] σε συνδυασμό με το [[επίθημα]] -<i>τος</i> του υπερθετικού και τών τακτικών αριθμητικών]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:00, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἕκαστος, -η, -ον)
(επιμεριστική αντων.) (σε αντίθεση με το σύνολο)
1. ο κάθε ένας χωριστά, ένας ένας
2. φρ. α) στον πληθ. έκαστοι
όλοι και ένας ένας χωριστά
β) «καθ' εκάστην» (ενν. ημέρα)
καθημερινά
γ) «τα καθ' έκαστο» ή «τα καθ' έκαστα» — οι λεπτομέρειες κάποιου γεγονότος
αρχ.
1. με το εἷς για εμφαντικότερο επιμερισμό («εἷς ἕκαστος»)
2. φρ. α) (με την πρόθεση παρά) «πάρ' ἕκαστον» — σε κάθε περίπτωση
β) (με το ως) «ὡς ἕκαστος» — ο κάθε ένας από μόνος του
3. αντί για το εκάτερος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Υποστηρίχτηκε ότι έκαστος < εκάς τις «χωριστά ο καθένας» (πρβλ. εις τις «καθένας»), με πιθανή αναλογική επίδραση του υπερθετικού σε -(ι)στος. Όμοια σχηματίστηκε και η γεν. εκάστου < εκάς τεο (ιων. τ. γενικής της αντων. τις), δοτ. εκάστῳ < εκάς τῳ. Σύμφωνα με άλλη υπόθεση, ο τ. έκαστος προήλθε από το εκάς σε συνδυασμό με το επίθημα -τος του υπερθετικού και τών τακτικών αριθμητικών].