έντεα: Difference between revisions

From LSJ

Ξένοισι πιστοῖς πιστὸς ὢν γίγνου φίλος → Amicus esto fidus in fidum hospitem → Erweise treuen Fremden dich als treuer Freund

Menander, Monostichoi, 390
(12)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔντεα]], τα (σπάν. στον εν. [[έντος]]) (Α)<br /><b>1.</b> πολεμικά όπλα, [[πανοπλία]] («οἱ [[ἔντεα]] κεῑται ἀρήια», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θώρακας]]<br /><b>3.</b> σκεύη ή εξαρτήματα α) «[[ἔντεα]] [[ναός]]», <b>Πίνδ.</b>)<br />β. «[[ἔντεα]] [[δαιτός]]»)<br /><b>4.</b> μουσικά όργανα («σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ' ἐρικλάγκταν [[γόον]]», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[έντεα]] στον ενικό απαντά μία μόνο [[φορά]] στον Αρχίλοχο. Αν το -<i>τος</i> του [[έντος]] (ή το -<i>τυς</i> του <i>έντυς</i><br /><b>βλ.</b> [[εντύνω]]) θεωρηθεί [[επίθημα]], [[τότε]] η λ. [[είναι]] δυνατόν να αναχθεί σε [[ρίζα]] <i>sen</i>- «[[ετοιμάζω]], [[εκπονώ]], [[αποπερατώνω]]», της οποίας η συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>sn</i>- απαντά στο [[ανύω]] και η [[απαθής]] στο [[αυθέντης]]].
|mltxt=[[ἔντεα]], τα (σπάν. στον εν. [[έντος]]) (Α)<br /><b>1.</b> πολεμικά όπλα, [[πανοπλία]] («οἱ [[ἔντεα]] κεῑται ἀρήια», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θώρακας]]<br /><b>3.</b> σκεύη ή εξαρτήματα α) «[[ἔντεα]] [[ναός]]», <b>Πίνδ.</b>)<br />β. «[[ἔντεα]] [[δαιτός]]»)<br /><b>4.</b> μουσικά όργανα («σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ' ἐρικλάγκταν [[γόον]]», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. [[έντεα]] στον ενικό απαντά μία μόνο [[φορά]] στον Αρχίλοχο. Αν το -<i>τος</i> του [[έντος]] (ή το -<i>τυς</i> του <i>έντυς</i><br /><b>βλ.</b> [[εντύνω]]) θεωρηθεί [[επίθημα]], [[τότε]] η λ. [[είναι]] δυνατόν να αναχθεί σε [[ρίζα]] <i>sen</i>- «[[ετοιμάζω]], [[εκπονώ]], [[αποπερατώνω]]», της οποίας η συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>sn</i>- απαντά στο [[ανύω]] και η [[απαθής]] στο [[αυθέντης]]].
}}
}}

Revision as of 22:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἔντεα, τα (σπάν. στον εν. έντος) (Α)
1. πολεμικά όπλα, πανοπλία («οἱ ἔντεα κεῑται ἀρήια», Ομ. Ιλ.)
2. θώρακας
3. σκεύη ή εξαρτήματα α) «ἔντεα ναός», Πίνδ.)
β. «ἔντεα δαιτός»)
4. μουσικά όργανα («σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ' ἐρικλάγκταν γόον», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. έντεα στον ενικό απαντά μία μόνο φορά στον Αρχίλοχο. Αν το -τος του έντος (ή το -τυς του έντυς
βλ. εντύνω) θεωρηθεί επίθημα, τότε η λ. είναι δυνατόν να αναχθεί σε ρίζα sen- «ετοιμάζω, εκπονώ, αποπερατώνω», της οποίας η συνεσταλμένη βαθμίδα sn- απαντά στο ανύω και η απαθής στο αυθέντης].