άμισθος: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄμισθος]], -ον)<br /><b>1.</b> ο [[δίχως]] [[μισθό]] ή [[πληρωμή]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν πληρώνεται, που δεν παίρνει [[μισθό]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν πληρώνει [[αμοιβή]], που παίρνει [[κάτι]] δωρεάν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μισθός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αμισθί]], [[αμισθία]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>ἀμισθίας</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄμισθος]], -ον)<br /><b>1.</b> ο [[δίχως]] [[μισθό]] ή [[πληρωμή]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν πληρώνεται, που δεν παίρνει [[μισθό]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν πληρώνει [[αμοιβή]], που παίρνει [[κάτι]] δωρεάν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μισθός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αμισθί]], [[αμισθία]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>ἀμισθίας</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:03, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄμισθος, -ον)
1. ο δίχως μισθό ή πληρωμή
2. αυτός που δεν πληρώνεται, που δεν παίρνει μισθό
αρχ.
αυτός που δεν πληρώνει αμοιβή, που παίρνει κάτι δωρεάν.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερ. + μισθός.
ΠΑΡ. αμισθί, αμισθία
μσν.
ἀμισθίας].