ήδος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἦδος]], -εος, δωρ. τ. [[ἆδος]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[ηδονή]], [[ευφροσύνη]], [[ευχαρίστηση]], [[απόλαυση]] («[[ἀλλά]] τί μοι τῶν [[ἦδος]];» — και [[ποιά]] [[ευχαρίστηση]] έχω από αυτά; <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ξίδι]], όξος.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἦδος]], -εος, δωρ. τ. [[ἆδος]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[ηδονή]], [[ευφροσύνη]], [[ευχαρίστηση]], [[απόλαυση]] («[[ἀλλά]] τί μοι τῶν [[ἦδος]];» — και [[ποιά]] [[ευχαρίστηση]] έχω από αυτά; <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ξίδι]], όξος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. [[ήδος]] με τη σημ. «[[ηδονή]], [[απόλαυση]]» <span style="color: red;"><</span> [[ήδομαι]], με ομηρική [[ψίλωση]] (πρβλ. [[ημέρα]] - [[ήμαρ]]). Στην αττική διάλεκτο η λ. έλαβε τη σημ. «[[ξίδι]]» και μπορεί, [[επομένως]], να θεωρηθεί [[υποχωρητικός]] [[σχηματισμός]] του [[ηδύς]] (πρβλ. [[ηδύνω]] «[[νοστιμίζω]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[αηδής]], <i>ευηδής</i>, [[θυμηδής]], [[μελιηδής]], [[πολυηδής]], [[φιληδής]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:05, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἦδος, -εος, δωρ. τ. ἆδος, το (Α)
1. ηδονή, ευφροσύνη, ευχαρίστηση, απόλαυση («ἀλλά τί μοι τῶν ἦδος;» — και ποιά ευχαρίστηση έχω από αυτά; Ομ. Ιλ.)
2. ξίδι, όξος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. ήδος με τη σημ. «ηδονή, απόλαυση» < ήδομαι, με ομηρική ψίλωση (πρβλ. ημέρα - ήμαρ). Στην αττική διάλεκτο η λ. έλαβε τη σημ. «ξίδι» και μπορεί, επομένως, να θεωρηθεί υποχωρητικός σχηματισμός του ηδύς (πρβλ. ηδύνω «νοστιμίζω»).
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αηδής, ευηδής, θυμηδής, μελιηδής, πολυηδής, φιληδής.