ήμορος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἤμορος]], -ον, θηλ. και ήμορίς (Α)<br />[[αμέτοχος]], [[άμοιρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητικό, με ιων. <i>μα</i>-, κρότητα <span style="color: red;">+</span> [[μόρος]] «[[τμήμα]]-[[μοίρα]]» (πρβλ. ομηρ. [[άμμορος]]). Στον <b>Ησύχ.</b> μαρτυρείται η [[γλώσσα]] [[ήμορος]]<br />[[άμοιρος]], <i>το</i> θηλ. [[ημορίς]]<br /><i>κενή</i>, <i>εστερημένη</i> [[καθώς]] και ο ρηματ. τ. <i>ημόριζεν</i><br /><i>άμοιρον εποίησεν</i>].
|mltxt=[[ἤμορος]], -ον, θηλ. και ήμορίς (Α)<br />[[αμέτοχος]], [[άμοιρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητικό, με ιων. <i>μα</i>-, κρότητα <span style="color: red;">+</span> [[μόρος]] «[[τμήμα]]-[[μοίρα]]» (πρβλ. ομηρ. [[άμμορος]]). Στον <b>Ησύχ.</b> μαρτυρείται η [[γλώσσα]] [[ήμορος]]<br />[[άμοιρος]], <i>το</i> θηλ. [[ημορίς]]<br /><i>κενή</i>, <i>εστερημένη</i> [[καθώς]] και ο ρηματ. τ. <i>ημόριζεν</i><br /><i>άμοιρον εποίησεν</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:05, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἤμορος, -ον, θηλ. και ήμορίς (Α)
αμέτοχος, άμοιρος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητικό, με ιων. μα-, κρότητα + μόρος «τμήμα-μοίρα» (πρβλ. ομηρ. άμμορος). Στον Ησύχ. μαρτυρείται η γλώσσα ήμορος
άμοιρος, το θηλ. ημορίς
κενή, εστερημένη καθώς και ο ρηματ. τ. ημόριζεν
άμοιρον εποίησεν].