αΐδηλος: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀίδηλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που καθιστά [[κάτι]] αόρατο, [[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]]<br /><b>2.</b> [[αόρατος]], [[άγνωστος]]<br /><b>3.</b> (ως επίθ. του Αδη) [[σκοτεινός]], [[ζοφερός]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀίδηλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που καθιστά [[κάτι]] αόρατο, [[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]]<br /><b>2.</b> [[αόρατος]], [[άγνωστος]]<br /><b>3.</b> (ως επίθ. του Αδη) [[σκοτεινός]], [[ζοφερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Σύνθετη λ. <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>ἰδ</i>-<i>εῖν</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ηλος</i>. Αρχική σημ. της λ. [[πρέπει]] να ήταν «ο [[ανυπόφορος]] στην όψη, που δεν βλέπεται», άρα «ο [[απεχθής]]», απ’ όπου αργότερα προήλθε η <b>ενεργ.</b> σημ. του «[[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]]» και του «αφανισμένος, [[άφαντος]], [[αόρατος]], [[σκοτεινός]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:20, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἀίδηλος, -ον (Α)
1. αυτός που καθιστά κάτι αόρατο, ολέθριος, καταστρεπτικός
2. αόρατος, άγνωστος
3. (ως επίθ. του Αδη) σκοτεινός, ζοφερός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Σύνθετη λ. < ἀ- στερητ. + ἰδ-εῖν + επίθημα -ηλος. Αρχική σημ. της λ. πρέπει να ήταν «ο ανυπόφορος στην όψη, που δεν βλέπεται», άρα «ο απεχθής», απ’ όπου αργότερα προήλθε η ενεργ. σημ. του «ολέθριος, καταστρεπτικός» και του «αφανισμένος, άφαντος, αόρατος, σκοτεινός»].