αθλοπαιδιά: Difference between revisions
From LSJ
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br />η λ. αποδίδει γενικά στην Ελληνική τον αγγλικό όρο «[[σπορ]]» — σημαίνει τις σωματικές ασκήσεις ή τα αγωνιστικά παιχνίδια, που αποσκοπούν στην [[ψυχαγωγία]], τη σωματική [[ευρωστία]] και τη [[φυσική]] [[αγωγή]], σε [[αντίθεση]] με τα αθλήματα, που αποβλέπουν στην [[επίτευξη]] όσο το δυνατόν καλύτερων επιδόσεων ([[ρεκόρ]]).<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=η<br />η λ. αποδίδει γενικά στην Ελληνική τον αγγλικό όρο «[[σπορ]]» — σημαίνει τις σωματικές ασκήσεις ή τα αγωνιστικά παιχνίδια, που αποσκοπούν στην [[ψυχαγωγία]], τη σωματική [[ευρωστία]] και τη [[φυσική]] [[αγωγή]], σε [[αντίθεση]] με τα αθλήματα, που αποβλέπουν στην [[επίτευξη]] όσο το δυνατόν καλύτερων επιδόσεων ([[ρεκόρ]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άθλος]] <span style="color: red;">+</span> [[παιδιά]], η (= [[παιχνίδι]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:35, 29 December 2020
Greek Monolingual
η
η λ. αποδίδει γενικά στην Ελληνική τον αγγλικό όρο «σπορ» — σημαίνει τις σωματικές ασκήσεις ή τα αγωνιστικά παιχνίδια, που αποσκοπούν στην ψυχαγωγία, τη σωματική ευρωστία και τη φυσική αγωγή, σε αντίθεση με τα αθλήματα, που αποβλέπουν στην επίτευξη όσο το δυνατόν καλύτερων επιδόσεων (ρεκόρ).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άθλος + παιδιά, η (= παιχνίδι)].