αθώος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἀθῷος]], -ον, και -ῷος, -α, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει απαλλαγεί από κάποια [[κατηγορία]], ο μη [[ένοχος]]<br /><b>2.</b> ο [[ανεύθυνος]] για [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγαθός]], [[αφελής]], [[απονήρευτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν τιμωρήθηκε για [[κάτι]], [[ατιμώρητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έφταιξε, που δεν [[είναι]] [[άξιος]] τιμωρίας<br /><b>3.</b> [[αναίτιος]], [[ανεύθυνος]] για [[κάτι]] («[[ἀθῷος]] [[εἰμὶ]] ἀπὸ τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου</i>»)<br /><b>4.</b> αυτός που δεν προξενεί [[βλάβη]], δεν ζημιώνει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>Ἀθῷος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>-<i>θώ</i>-<i>ιος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> θωὴ «[[ποινή]], [[τιμωρία]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i> αρχική σημ. του [[ἀθῷος]] [[είναι]] «ο μη [[άξιος]] ποινής, τιμωρίας», άρα «ο μη [[ένοχος]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀθῳότης]], (νεοελλ. [[αθωότητα]]), <i>ἀθῳῶ</i>, <b>νεοελλ.</b> [[αθωοσύνη]]].
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἀθῷος]], -ον, και -ῷος, -α, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει απαλλαγεί από κάποια [[κατηγορία]], ο μη [[ένοχος]]<br /><b>2.</b> ο [[ανεύθυνος]] για [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγαθός]], [[αφελής]], [[απονήρευτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν τιμωρήθηκε για [[κάτι]], [[ατιμώρητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έφταιξε, που δεν [[είναι]] [[άξιος]] τιμωρίας<br /><b>3.</b> [[αναίτιος]], [[ανεύθυνος]] για [[κάτι]] («[[ἀθῷος]] [[εἰμὶ]] ἀπὸ τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου</i>»)<br /><b>4.</b> αυτός που δεν προξενεί [[βλάβη]], δεν ζημιώνει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <i>Ἀθῷος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>-<i>θώ</i>-<i>ιος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> θωὴ «[[ποινή]], [[τιμωρία]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i> αρχική σημ. του [[ἀθῷος]] [[είναι]] «ο μη [[άξιος]] ποινής, τιμωρίας», άρα «ο μη [[ένοχος]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀθῳότης]], (νεοελλ. [[αθωότητα]]), <i>ἀθῳῶ</i>, <b>νεοελλ.</b> [[αθωοσύνη]]].
}}
}}

Revision as of 22:36, 29 December 2020

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἀθῷος, -ον, και -ῷος, -α, -ον)
1. αυτός που έχει απαλλαγεί από κάποια κατηγορία, ο μη ένοχος
2. ο ανεύθυνος για κάτι
νεοελλ.
αγαθός, αφελής, απονήρευτος
αρχ.
1. αυτός που δεν τιμωρήθηκε για κάτι, ατιμώρητος
2. αυτός που δεν έφταιξε, που δεν είναι άξιος τιμωρίας
3. αναίτιος, ανεύθυνος για κάτιἀθῷος εἰμὶ ἀπὸ τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου»)
4. αυτός που δεν προξενεί βλάβη, δεν ζημιώνει.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ἀθῷος < -θώ-ιος < - στερητ. + θωὴ «ποινή, τιμωρία» + κατάλ. -ιος αρχική σημ. του ἀθῷος είναι «ο μη άξιος ποινής, τιμωρίας», άρα «ο μη ένοχος».
ΠΑΡ. αρχ. ἀθῳότης, (νεοελλ. αθωότητα), ἀθῳῶ, νεοελλ. αθωοσύνη].