αιγυπιός: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αἰγυπιός]], ο (Α)<br />μεγάλο αρπακτικό [[πτηνό]], όμοιο με γύπα (τρέφεται με ζωντανά ζώα, σε [[αντίθεση]] με τον γύπα που τρέφεται με ψοφίμια), γυπαετός, μαύρο όρνιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Ανάλογοι τ. συγγενών ΙΕ γλωσσών (αρχ. ινδ. <i>r</i><sub>°</sub><i>ji</i>-<i>pya</i>-, επίθ. προσδιοριστικό της λ. <i>śyena</i> «[[αετός]], [[γεράκι]]», αβεστ. <i>arəzi</i>-<i>fya</i>- «[[αετός]]», πρβλ. <b>Ησύχ.</b> «[[ἄρξιφος]]<br /><i>ἀετὸς παρὰ Πέρσαις</i>», αρμεν. <i>arcni</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>arci</i>-<i>wi</i>) «[[αετός]]» <b>κ.ά.</b>) οδηγούν στο να δεχτούμε και για την Ελληνική ένα α' συνθετικό <i>ἀργυ</i>-. Αντ' [[αυτού]], με παρετυμολογική [[επίδραση]] των <i>αἴξ</i> και <i>γὺψ</i> / -πιθ. και του <i>αἰετὸς</i> για το α' συνθετικό- δημιουργήθηκε τελικά ο τ. [[αἰγυπιός]].
|mltxt=[[αἰγυπιός]], ο (Α)<br />μεγάλο αρπακτικό [[πτηνό]], όμοιο με γύπα (τρέφεται με ζωντανά ζώα, σε [[αντίθεση]] με τον γύπα που τρέφεται με ψοφίμια), γυπαετός, μαύρο όρνιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Ανάλογοι τ. συγγενών ΙΕ γλωσσών (αρχ. ινδ. <i>r</i><sub>°</sub><i>ji</i>-<i>pya</i>-, επίθ. προσδιοριστικό της λ. <i>śyena</i> «[[αετός]], [[γεράκι]]», αβεστ. <i>arəzi</i>-<i>fya</i>- «[[αετός]]», πρβλ. <b>Ησύχ.</b> «[[ἄρξιφος]]<br /><i>ἀετὸς παρὰ Πέρσαις</i>», αρμεν. <i>arcni</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>arci</i>-<i>wi</i>) «[[αετός]]» <b>κ.ά.</b>) οδηγούν στο να δεχτούμε και για την Ελληνική ένα α' συνθετικό <i>ἀργυ</i>-. Αντ' [[αυτού]], με παρετυμολογική [[επίδραση]] των <i>αἴξ</i> και <i>γὺψ</i> / -πιθ. και του <i>αἰετὸς</i> για το α' συνθετικό- δημιουργήθηκε τελικά ο τ. [[αἰγυπιός]].
}}
}}

Latest revision as of 22:40, 29 December 2020

Greek Monolingual

αἰγυπιός, ο (Α)
μεγάλο αρπακτικό πτηνό, όμοιο με γύπα (τρέφεται με ζωντανά ζώα, σε αντίθεση με τον γύπα που τρέφεται με ψοφίμια), γυπαετός, μαύρο όρνιο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολογίας. Ανάλογοι τ. συγγενών ΙΕ γλωσσών (αρχ. ινδ. r°ji-pya-, επίθ. προσδιοριστικό της λ. śyena «αετός, γεράκι», αβεστ. arəzi-fya- «αετός», πρβλ. Ησύχ. «ἄρξιφος
ἀετὸς παρὰ Πέρσαις», αρμεν. arcni (< arci-wi) «αετός» κ.ά.) οδηγούν στο να δεχτούμε και για την Ελληνική ένα α' συνθετικό ἀργυ-. Αντ' αυτού, με παρετυμολογική επίδραση των αἴξ και γὺψ / -πιθ. και του αἰετὸς για το α' συνθετικό- δημιουργήθηκε τελικά ο τ. αἰγυπιός.