αισχρολόγος: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[αἰσχρολόγος]])<br />αυτός που λέει αισχρά [[λόγια]], που εκστομίζει αισχρολογίες, [[βωμολόχος]], [[χυδαιολόγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αισχρός]] <span style="color: red;">+</span> [[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αισχρολογία]], [[αισχρολογώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αισχρολογικός]]].
|mltxt=ο (Α [[αἰσχρολόγος]])<br />αυτός που λέει αισχρά [[λόγια]], που εκστομίζει αισχρολογίες, [[βωμολόχος]], [[χυδαιολόγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αισχρός]] <span style="color: red;">+</span> [[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αισχρολογία]], [[αισχρολογώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αισχρολογικός]]].
}}
}}

Revision as of 22:50, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο (Α αἰσχρολόγος)
αυτός που λέει αισχρά λόγια, που εκστομίζει αισχρολογίες, βωμολόχος, χυδαιολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αισχρός + λόγος < λέγω.
ΠΑΡ. αισχρολογία, αισχρολογώ
νεοελλ.
αισχρολογικός].