ακοινώνητος: Difference between revisions

From LSJ

τέλος δεδωκώς Xθύλου, σoι χάριν φέρω → having given the end of Cthulhu, I confer a favor on you

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκοινώνητος]], -ον) και ακοινώνιστος<br /><b>1.</b> ο μη [[κοινωνικός]], όποιος αποφεύγει την [[επικοινωνία]] με τους άλλους<br /><b>2.</b> ο [[βάναυσος]], ο [[απάνθρωπος]]<br /><b>3.</b> όποιος δεν κοινώνησε, δεν έλαβε τη [[θεία]] Μετάληψη<br />«<i>πέθανε [[ακοινώνητος]]»<br /><b>μσν.</b><br />[[εκείνος]] που έχει αφοριστεί, έχει αποκοπεί από το [[σώμα]] της Εκκλησίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο δεν μοιράζονται δύο<br />«<i>ἀκοινώνητον [[εὐνάν]]» — [[κρεβάτι]] που δεν το μοιράζονται δύο γυναίκες με τον ίδιο άντρα (<b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν ανακοινώνεται (ΠΔ)<br /><b>3.</b> αυτός που δεν έχει [[μερίδιο]] σε [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>κοινωνῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακοινωνησία]]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκοινώνητος]], -ον) και ακοινώνιστος<br /><b>1.</b> ο μη [[κοινωνικός]], όποιος αποφεύγει την [[επικοινωνία]] με τους άλλους<br /><b>2.</b> ο [[βάναυσος]], ο [[απάνθρωπος]]<br /><b>3.</b> όποιος δεν κοινώνησε, δεν έλαβε τη [[θεία]] Μετάληψη<br />«<i>πέθανε [[ακοινώνητος]]»<br /><b>μσν.</b><br />[[εκείνος]] που έχει αφοριστεί, έχει αποκοπεί από το [[σώμα]] της Εκκλησίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο δεν μοιράζονται δύο<br />«<i>ἀκοινώνητον [[εὐνάν]]» — [[κρεβάτι]] που δεν το μοιράζονται δύο γυναίκες με τον ίδιο άντρα (<b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν ανακοινώνεται (ΠΔ)<br /><b>3.</b> αυτός που δεν έχει [[μερίδιο]] σε [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>κοινωνῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακοινωνησία]]].
}}
}}

Revision as of 22:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκοινώνητος, -ον) και ακοινώνιστος
1. ο μη κοινωνικός, όποιος αποφεύγει την επικοινωνία με τους άλλους
2. ο βάναυσος, ο απάνθρωπος
3. όποιος δεν κοινώνησε, δεν έλαβε τη θεία Μετάληψη
«πέθανε ακοινώνητος»
μσν.
εκείνος που έχει αφοριστεί, έχει αποκοπεί από το σώμα της Εκκλησίας
αρχ.
1. αυτός τον οποίο δεν μοιράζονται δύο
«ἀκοινώνητον εὐνάν» — κρεβάτι που δεν το μοιράζονται δύο γυναίκες με τον ίδιο άντρα (Ευρ.)
2. εκείνος που δεν ανακοινώνεται (ΠΔ)
3. αυτός που δεν έχει μερίδιο σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + κοινωνῶ.
ΠΑΡ. ακοινωνησία].