αμαξιάτικα: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=τα<br />τα χρήματα που πληρώνει [[κανείς]] για μια [[μεταφορά]] με [[άμαξα]], τα αγωγιάτικα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άμαξα]] ή [[αμάξι]] και παραγ. κατάλ. -<i>ιάτικα</i> (πρβλ. <i>αγωγιάτικα</i>, [[καριάτικα]], <i>λιμανιάτικα</i> <b>κ.τ.ό.</b>].
|mltxt=τα<br />τα χρήματα που πληρώνει [[κανείς]] για μια [[μεταφορά]] με [[άμαξα]], τα αγωγιάτικα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άμαξα]] ή [[αμάξι]] και παραγ. κατάλ. -<i>ιάτικα</i> (πρβλ. <i>αγωγιάτικα</i>, [[καριάτικα]], <i>λιμανιάτικα</i> <b>κ.τ.ό.</b>].
}}
}}

Latest revision as of 23:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

τα
τα χρήματα που πληρώνει κανείς για μια μεταφορά με άμαξα, τα αγωγιάτικα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμαξα ή αμάξι και παραγ. κατάλ. -ιάτικα (πρβλ. αγωγιάτικα, καριάτικα, λιμανιάτικα κ.τ.ό.].