αμμουδερός: Difference between revisions
From LSJ
ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος → glad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> (για [[έδαφος]]) [[αμμώδης]]<br /><b>2.</b> (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) το <i>αμμουδερό</i><br />το [[αμμοδοχείο]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> (για [[έδαφος]]) [[αμμώδης]]<br /><b>2.</b> (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) το <i>αμμουδερό</i><br />το [[αμμοδοχείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. προήλθε [[είτε]] από το ουσ. [[αμμούδα]] [[είτε]] από το θ. του πληθ. (<i>άμουδες</i>) της λ. [[άμμος]] με κατάλ. -<i>ερός</i>]. | ||
}} | }} |