κτητορικός: Difference between revisions
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ktitorikos | |Transliteration C=ktitorikos | ||
|Beta Code=kthtoriko/s | |Beta Code=kthtoriko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of an owner]], PGiss.124.7 (vi A.D.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:15, 30 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, A of an owner, PGiss.124.7 (vi A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
κτητορικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κτήτορα, Εὐστ. Πονημ. 196. 25, κτλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ κτητορικός, -ή, -όν) κτήτωρ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κτήτορα («τὸ δὲ νῡν βασιλικὸν ἀρίστευμα καινίσει μὲν καὶ τὸ πάλαι κτητορικὸν ὄνομα», Ευστ.)
2. αυτός που προέρχεται από τον κτήτορα (α. «κτητορική μονή» — η μονή που έχει ιδρυθεί από κληρικό ή ιδιώτη, ο οποίος εξασφαλίζει και τα αναγκαία μέσα για τη συντήρησή της καθώς και για τη συντήρηση τών μοναχών της, και η οποία βρίσκεται υπό τη δικαιοδοσία του επισκόπου της περιοχής
β. «κτητορικός ναός» — ο ιδιόκτητος ναός που ιδρύεται από κάποιο φυσικό πρόσωπο με άδεια του μητροπολίτη και προορίζεται αποκλειστικά για εξυπηρέτηση τών θρησκευτικών αναγκών του ίδιου και της οικογένειάς του
γ. «κτητορικό τυπικό» — το τυπικό που περιέχει τις διατάξεις στις οποίες διατυπώνονται οι θελήσεις του κτήτορα ναού ή μονής που έχουν σχέση με τη λειτουργία του ιδρύματος
δ. «κτητορικό δίκαιο» — το δίκαιο που ρυθμίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του κτήτορα ναού ή μοναστηριού
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το κτητορικό
το βιβλίο που περιλαμβάνει τα σχετικά με την ίδρυση ναού ή μοναστηριού ή άλλου ιδρύματος.