μονόφωνος: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=monofonos | |Transliteration C=monofonos | ||
|Beta Code=mono/fwnos | |Beta Code=mono/fwnos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with but one voice]] or [[tone]], of deaf-mutes, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Carn.</span>18</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:40, 30 December 2020
English (LSJ)
ον, A with but one voice or tone, of deaf-mutes, Hp.Carn.18.
German (Pape)
[Seite 206] oinstimmig, eintönig, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
μονόφωνος: -ον, ὁ ἔχων ἢ ἐκπέμπων μίαν μόνην φωνήν, Ἱππ. 253. 39, 41.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μονόφωνος, -ον)
νεοελλ.
μουσ. αυτός που εκτελείται ή τραγουδιέται από μία μόνο φωνή ή από περισσότερες αλλά σε ταυτοφωνία, όπως τα μανιάτικα μοιρολόγια και τα δημοτικά τραγούδια
αρχ.
(για τους κωφάλαλους) αυτός που έχει ή εκπέμπει μία μόνο φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. πολύ-φωνος].