περιαυτολογικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=periaftologikos
|Transliteration C=periaftologikos
|Beta Code=periautologiko/s
|Beta Code=periautologiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[boastful]], στομφασμός <span class="bibl">Eust.897.2</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Id.1866.28</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[boastful]], στομφασμός <span class="bibl">Eust.897.2</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Id.1866.28</span>.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[περιαυτολογικός]], -ή, -όν, ΝΜ [[περιαυτολογία]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[περιαυτολογία]], [[κομπαστικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιαυτολογικώς</i> και -<i>ά</i> / <i>περιαυτολογικώς</i> και -<i>ά</i>, ΝΜ<br />με [[περιαυτολογία]], κομπαστικά.
|mltxt=-ή, -ό / [[περιαυτολογικός]], -ή, -όν, ΝΜ [[περιαυτολογία]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[περιαυτολογία]], [[κομπαστικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιαυτολογικώς</i> και -<i>ά</i> / <i>περιαυτολογικώς</i> και -<i>ά</i>, ΝΜ<br />με [[περιαυτολογία]], κομπαστικά.
}}
}}

Revision as of 20:00, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιαυτολογικός Medium diacritics: περιαυτολογικός Low diacritics: περιαυτολογικός Capitals: ΠΕΡΙΑΥΤΟΛΟΓΙΚΟΣ
Transliteration A: periautologikós Transliteration B: periautologikos Transliteration C: periaftologikos Beta Code: periautologiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A boastful, στομφασμός Eust.897.2. Adv. -κῶς Id.1866.28.

Greek Monolingual

-ή, -ό / περιαυτολογικός, -ή, -όν, ΝΜ περιαυτολογία
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιαυτολογία, κομπαστικός.
επίρρ...
περιαυτολογικώς και -ά / περιαυτολογικώς και -ά, ΝΜ
με περιαυτολογία, κομπαστικά.