προπορεία: Difference between revisions

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proporeia
|Transliteration C=proporeia
|Beta Code=proporei/a
|Beta Code=proporei/a
|Definition=ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">those who go in front, advanced guard</b>, <span class="bibl">Plb.9.5.8</span> (pl.).</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">those who go in front, advanced guard</b>, <span class="bibl">Plb.9.5.8</span> (pl.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 21:50, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπορεία Medium diacritics: προπορεία Low diacritics: προπορεία Capitals: ΠΡΟΠΟΡΕΙΑ
Transliteration A: proporeía Transliteration B: proporeia Transliteration C: proporeia Beta Code: proporei/a

English (LSJ)

ἡ, A those who go in front, advanced guard, Plb.9.5.8 (pl.).

German (Pape)

[Seite 741] ἡ, das Voraus- od. Vorangehen, Sp.; auch concret, die Vorangehenden, der Vortrab, Pol. 9, 5, 8.

Greek (Liddell-Scott)

προπορεία: ἡ, οἱ προπορευόμενοι, ἡ ἐμπροσθοφυλακή, Πολύβ. 9. 5, 8.

Greek Monolingual

η, ΝΑ προπορεύομαι
1. το να προχωρεί κανείς μπροστά
2. εμπροσθοφυλακή στρατεύματος
νεοελλ.
1. το να προηγείται κάτι πριν από κάτι άλλο, το να συντελείται κάτι από κάτι άλλο
2. το σύνολο τών προπορευόμενων ατόμων σε μια ομαδική κίνηση ή προσπάθεια, πρωτοπορία
3. φρ. α) «προπορεία ημιτονοειδούς μεγέθους»
(ηλεκτρολ.) η θετική διαφορά φάσης μεταξύ δύο ημιτονοειδών ηλεκτρικών μεγεθών, όπως είναι η τάση και η ένταση του εναλλασσόμενου ρεύματος
β) «προπορεία του ατμοσύρτη»
τεχνολ. διάταξη του ατμοσύρτη μιας ατμομηχανής στην οποία το όργανο αυτό προηγείται της κίνησης του εμβόλου.

Russian (Dvoretsky)

προπορεία: ἡ передовые части, авангард (τοὺς τόπους ταῖς προπορείαις ἐξερευνᾶσθαι Polyb.).