συμπαρανέω: Difference between revisions
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=symparaneo | |Transliteration C=symparaneo | ||
|Beta Code=sumparane/w | |Beta Code=sumparane/w | ||
|Definition=<span class="sense"> | |Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[swim beside together]], <b class="b3">τοῖς ἰχθύσι</b> ib.<span class="bibl">33(51).29</span>; so συμπαρα-νήχομαι, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Tox.</span>20</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 10:26, 31 December 2020
English (LSJ)
A swim beside together, τοῖς ἰχθύσι ib.33(51).29; so συμπαρα-νήχομαι, Luc.Tox.20.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαρανέω: τῷ ἑπομ., τοῖς ἰχθύσι συμπαρανεῖν Ἀριστείδ. τ. 2, σ. 423.
Greek Monolingual
Α
κολυμπώ μαζί με κάποιον ή κοντά σε κάποιον («τοῑς ἰχθύσι συμπαρανεῑν», Αριστείδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρανέω «κολυμπώ κοντά σε κάποιον»].
Greek Monolingual
Α
κολυμπώ μαζί με κάποιον ή κοντά σε κάποιον («τοῑς ἰχθύσι συμπαρανεῑν», Αριστείδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρανέω «κολυμπώ κοντά σε κάποιον»].