ἀλληλίζω: Difference between revisions
ὀδύνη λάζεται τὸν ἐγκέφαλον → pain seizes the brain, pain attacks the head
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=allilizo | |Transliteration C=allilizo | ||
|Beta Code=a)llhli/zw | |Beta Code=a)llhli/zw | ||
|Definition=<span class="sense"> | |Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[lie together]], sens. obsc., <span class="title">AB</span>383 :—also <b class="b3">ἀλληλίζειν· ἄλλως καὶ ἄλλως λέγειν</b>, and <b class="b3">ἀλληλίζεσθαι· τὸ ἀλλήλους ἐπιχειρῆσαι</b>, Hsch.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:15, 31 December 2020
English (LSJ)
A lie together, sens. obsc., AB383 :—also ἀλληλίζειν· ἄλλως καὶ ἄλλως λέγειν, and ἀλληλίζεσθαι· τὸ ἀλλήλους ἐπιχειρῆσαι, Hsch.
German (Pape)
[Seite 102] B. A. 383 ἀλλήλους περαίνειν; so auch Clem. Al. Paedag. 2, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλληλίζω: κεῖμαι ὁμοῦ μέ τι ἄλλο· ἀσαφὲς τὸ νόημα τῆς λέξεως, Α. Β. 383, Κλήμ. Ἀλ. 222. Δύο ἑτέρας χρήσεις σημειοῖ ὁ Ἡσύχ., «ἀλληλίζειν· ἄλλως καὶ ἄλλως λέγειν·» καὶ «ἀλληλίζεσθαι· τὸ ἀλλήλους ἐπιχειρῆσαι.»
Spanish (DGE)
1 tener trato recíproco e.d. homosexual ἀλληλίζει γὰρ καὶ ὁ ἄρρην, ὅθεν καὶ σπανιαίτατα θήλειαν ἔστιν ὕαιναν λαβεῖν Clem.Al.Paed.2.10.86, ἀλληλίζειν· ἀλλήλους περαίνειν AB 383
•v. med. mismo sent. ἀλληλίζεσθαι· τὸ ἀλλήλους ἐπιχειρίσαι Hsch.α 3164.
2 ἀλληλίζειν ἄλλως καὶ ἄλλως λέγειν Hsch.α 3169.
Greek Monolingual
ἀλληλίζω (Α) ἀλλήλων
1. πλαγιάζω μαζί με κάποιον άλλο, συνουσιάζομαι
2. τά λέω έτσι κι αλλιώς, επαμφοτερίζω.