ἐναγκάλισμα: Difference between revisions
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=enagkalisma | |Transliteration C=enagkalisma | ||
|Beta Code=e)nagka/lisma | |Beta Code=e)nagka/lisma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"> | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[that which embraces]], <b class="b3">ὠκεανὸς κόσμου ἐ</b>. <span class="bibl">Secund.<span class="title">Sent.</span>2</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:10, 1 January 2021
English (LSJ)
ατος, τό, A that which embraces, ὠκεανὸς κόσμου ἐ. Secund.Sent.2.
German (Pape)
[Seite 824] τό, das Umarmte, die Geliebte, Lycophr. 308, v. l.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναγκάλισμα: τό, ὅ,τι τις ἐναγκαλίζεται, ὦ σκύμνε, τερπνὸν ἐναγκάλισμα συγγόνων, «ὦ σκύμνε καὶ ὦ Τρωΐλε (μεταφορικῶς) ὦ ἀγκάλισμα καὶ ὦ περιπλοκὴ καὶ παρηγόρημα τερπνὸν... τῶν ἀδελφῶν» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 308.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 abrazo, lazo afectivo ἀφ' ὧν συντρέφονται ἐναγκαλισμάτων φιλάδελφοι ψυχαί a partir de los cuales lazos se desarrollan las almas fraternas LXX 4Ma.13.21.
2 abrazo, circuición ὠκεανὸς κόσμου ἐ. Secund.Sent.2.
Greek Monolingual
το (Α ἐναγκάλισμα)
περίπτυξη, αγκάλιασμα
αρχ.
οτιδήποτε περιβάλλει κανείς με στοργή, αγαπητό, προσφιλές.