ὑπέρινος: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yperinos | |Transliteration C=yperinos | ||
|Beta Code=u(pe/rinos | |Beta Code=u(pe/rinos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[purged violently]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Epid.</span>6.5.15</span>, <span class="bibl">Demetr.Com.Vet.6</span>, Ruf. ap. <span class="bibl">Orib.7.26.168</span>; ὑπέρινον ἄνω ποιεῖν <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>9.14.2</span>; <b class="b3">ὑ. γὰρ γίνονται καὶ οἱ ὄρνιθες καὶ τὰ φυτά</b> [[exhausted]] by production, <span class="bibl">Arist. <span class="title">GA</span>750a29</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:45, 1 January 2021
English (LSJ)
ον, A purged violently, Id.Epid.6.5.15, Demetr.Com.Vet.6, Ruf. ap. Orib.7.26.168; ὑπέρινον ἄνω ποιεῖν Thphr.HP9.14.2; ὑ. γὰρ γίνονται καὶ οἱ ὄρνιθες καὶ τὰ φυτά exhausted by production, Arist. GA750a29.
German (Pape)
[Seite 1197] übermäßig ausgeleert u. dadurch entkräftet, Theophr. Bei Arist. gen. an. 3, 1 sind ὄρνιθες ὑπέρινοι durch übermäßiges Legen entkräftete Hühner.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρῐνος: -ον, (ὑπερινάω) ὁ διὰ καθαρσίου ὑπερκεκαθαρμένος, ὁ ὑπερκεκενωμένος διὰ καθάρσεως, Ἱππ. 1185Ε φασὶ δὲ μόνον ἢ μάλιστα ὑπέρινον ἄνω ποιεῖν τῶν φαρμάκων Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 14, 2· ὑπ. γὰρ γίνονται καὶ οἱ ὄρνιθες καὶ τὰ φυτά, ἐξαντλοῦνται ἐκ τῆς καρποφορίας ἢ παραγωγῆς, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 1, 16, πρβλ. Εὐστ. Πονημάτ. 155. 10. ― Κατὰ Φώτ.: «ὑπέρινος: ὑπερκεκαθαρμένος· οὕτως Δημήτριος», καὶ κατὰ τὰ Α. Β. 69, 15: ὑπέρινος: ὑπερκεκενωμένος διὰ καθάρσεως, ἰνᾶσθαι γὰρ τὸ καθαίρεσθαι καὶ ἐξεμεῖν», ἴδε καὶ Γαλην. Ἱπποκρ. Γλωσσ. ἐξηγ. 582, πρβλ. τὴν λέξιν ὑπεραλγεινός.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που μετά από χρήση καθαρτικού είχε υπέρμετρη κένωση
2. (για ζώα και για φυτά) αυτός που εξαντλείται από την υπερβολική παραγωγή ή καρποφορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. ὑπερινῶ].
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρινος: ἰνέω крайне истощенный частой кладкой яиц (ὄρνιθες Arst.) или образованием семени (φυτά Arst.).
Frisk Etymology German
ὑπέρινος: {hupérinos}
See also: s. ἰνάω.
Page 2,968