ὑστερικός: Difference between revisions
μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε → do not judge, or you will be judged | do not judge, lest you should be judged | judge not, that ye be not judged | judge not, that you be not judged | do not judge, so that you will not be judged | do not judge so that you will not be judged | do not judge lest you be judged | do not judge, so that you won't be judged | you shall not judge, lest you be judged | don't condemn others, and God won't condemn you | judge not, that you may not be judged | stop judging so that you will not be judged | do not judge others, so that God will not judge you
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ysterikos | |Transliteration C=ysterikos | ||
|Beta Code=u(steriko/s | |Beta Code=u(steriko/s | ||
|Definition=ή, όν, (ὑστέρα) of women, <span class="sense"> | |Definition=ή, όν, (ὑστέρα) of women, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[suffering in the womb]], [[hysterical]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Prorrh.</span>1.119</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">GA</span>776a10</span>; ὑ. πνίξ [[passio hysterica]], [[hysterics]], <span class="bibl">Sor.2.26</span>. Gal.11.47; also in pl., Id.14.181; so <b class="b3">τὰ ὑστερικά</b> (sc. [[πάθη]]) <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>5.35</span>. Adv. -κῶς, πνιγόμεναι Dsc.2.8. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[of]] or [[belonging to the womb]], σκληρύσματα <span class="bibl">Hp.<span class="title">Coac.</span>517</span>; <b class="b3">ὑμένες, πόρος</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">GA</span>717a5</span>, <span class="bibl">720b31</span>; [[σπερμάτια]] remedial [[for the womb]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span> 1.45</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">ἐν ὑ. τόπῳ</b> dub. sens. in <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>3.755v</span>.<span class="bibl">7</span> (iv A. D.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 14:40, 1 January 2021
English (LSJ)
ή, όν, (ὑστέρα) of women, A suffering in the womb, hysterical, Hp.Prorrh.1.119, Arist.GA776a10; ὑ. πνίξ passio hysterica, hysterics, Sor.2.26. Gal.11.47; also in pl., Id.14.181; so τὰ ὑστερικά (sc. πάθη) Hp.Aph.5.35. Adv. -κῶς, πνιγόμεναι Dsc.2.8. 2 of or belonging to the womb, σκληρύσματα Hp.Coac.517; ὑμένες, πόρος, Arist.GA717a5, 720b31; σπερμάτια remedial for the womb, Hp.Mul. 1.45. II ἐν ὑ. τόπῳ dub. sens. in PLond.3.755v.7 (iv A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑστερικός: -ή, -όν, (ὑστέρα) ἐπὶ γυναικὸς πασχούσης κατὰ τὴν μήτραν, Ἱππ. Προρρ. 77, πρβλ. Ἀριστ. περὶ Ζῴων Γεν. 4. 7, 6· ― πνῖγας ὑστερικὰς Γαλην. τ. 14, σ. 181, 16, Kühn.· οὕτω, τὰ ὑστερικὰ (ἐξυπακ. πάθη) Ἱππ. Ἀφορ. 1254. ― Ἐπίρρ., -κῶς Διοσκ. 2. 10. 2) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν μήτραν, μητρικός, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 204· ὑμήν, πόρος Ἀριστ. περὶ Ζῴων Γεν. 1. 3, 6., 15. 3.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑστερικός, -ή, -όν, ΝΑ, θηλ. και υστερικιά Ν
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υστερία («υστερική κρίση»)
2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από υστερία
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μήτρα («ὑστερικὸς ὑμήν», Αριστοτ.)
2. (για γυναίκα) αυτός που πάσχει στη μήτρα, που υποφέρει από πόνους της μήτρας («μόνον ὑστερικόν ἐστι γυνὴ τῶν ἄλλων ζῴων», Αριστοτ.)
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑστερικά
οι πόνοι της μήτρας.
επίρρ...
υστερικώς / ὑστερικῶς ΝΑ, και υστερικά Ν
κατά τρόπο υστερικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑστέρα «μήτρα». Για την επιστημον. σημ. της λ. βλ. λ. υστερία].
Russian (Dvoretsky)
ὑστερικός: ὑστέρα II]
1) маточный (πύρος Arst.);
2) подверженный маточным заболеваниям (γυνή Arst.).