συνέμπτωσις: Difference between revisions
Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synemptosis | |Transliteration C=synemptosis | ||
|Beta Code=sune/mptwsis | |Beta Code=sune/mptwsis | ||
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[formal coincidence]], | |Definition=εως, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[formal coincidence]], ([[μέτρων]]) Sch.Heph.<span class="bibl">p.154</span> C.; <b class="b3">σ. Σοφοκλεῖ καὶ Εὐριπίδῃ</b> [[a coincidence]] (of language) <b class="b2">between . .</b>, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span> 21</span>; <b class="b3">σ. ἱστορική</b> Ptol.Heph. ap. <span class="bibl">Phot.<span class="title">Bibl.</span>p.148</span> B. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> in Gramm., [[similarity]] of form, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span>52.5</span>, al.; τόνου <span class="bibl">Id.<span class="title">Adv.</span>155.13</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:38, 10 January 2021
English (LSJ)
εως, ἡ, A formal coincidence, (μέτρων) Sch.Heph.p.154 C.; σ. Σοφοκλεῖ καὶ Εὐριπίδῃ a coincidence (of language) between . ., Sch.Ar.Th. 21; σ. ἱστορική Ptol.Heph. ap. Phot.Bibl.p.148 B. II in Gramm., similarity of form, A.D.Pron.52.5, al.; τόνου Id.Adv.155.13.
German (Pape)
[Seite 1014] ἡ, Zusammenfallen, -treffen, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
συνέμπτωσις: ἡ, σύμπτωσις, μέτρων Λογγίνου Ἀποσπ. 3. 4· νοημάτων Εὐστ. Πονημ. 169. 79· ἢ οὖν ἐπίτηδες... ἢ συνέμπτωσις Σοφοκλεῖ καὶ Εὐριπίδῃ ἐγένετο, κατὰ σύμπτωσιν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 21· σ. ἱστορικὴ Πτολ. εἰς Φωτ. Βιβλ. 148, 25. ΙΙ. παρὰ τοῖς γραμματ., ὁμοιότης τύπου, Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. 57, κτλ.
Greek Monolingual
-ώσεως, ἡ, ΜΑ συνεμπίπτω
σύμπτωση («ἤ οὖν ἐπίτηδες... ἤ συνέμπτωσις Σοφοκλεῑ καὶ Εὐριπίδῃ ἐγένετο», σχόλ. Αριστοφ.)
αρχ.
(στη γραμματική) ομοιότητα τύπου.
Greek Monolingual
-ώσεως, ἡ, ΜΑ συνεμπίπτω
σύμπτωση («ἤ οὖν ἐπίτηδες... ἤ συνέμπτωσις Σοφοκλεῑ καὶ Εὐριπίδῃ ἐγένετο», σχόλ. Αριστοφ.)
αρχ.
(στη γραμματική) ομοιότητα τύπου.