επερείδω: Difference between revisions
From LSJ
(13) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐπερείδω]])<br />[[στηρίζω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[σπρώχνω]], [[μπήγω]] [[κάπου]] («ἐπέρεισε δὲ Παλλὰς [[Ἀθήνη]] | |mltxt=(AM [[ἐπερείδω]])<br />[[στηρίζω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[σπρώχνω]], [[μπήγω]] [[κάπου]] («ἐπέρεισε δὲ Παλλὰς [[Ἀθήνη]] ([[ἔγχος]]) νείατον ἐς κενεῶνα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πιέζω]] με [[δύναμη]] («τῇ χειρὶ ἐπερείδειν», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[σπρώχνω]] την πόρτα για να κλείσει καλά<br /><b>3.</b> [[εντείνω]] ([[κυρίως]] τις δυνάμεις μου) («ἐπέρεισε ἵν' ἀπέλεθρον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αντιστέκομαι]] με όλες τις δυνάμεις μου<br /><b>5.</b> [[στρέφω]] όλη τη [[δύναμη]] του ενός [[εναντίον]] άλλου («ὅλην ἐπερείσας τὴν [[φάλαγγα]] τοῑς Ῥωμαίοις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[στρέφω]] την [[προσοχή]] μου [[κάπου]] («ἄν τὴν διάνοιαν ἐπερείσης», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>7.</b> [[στέλνω]]<br /><b>8.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐπερείδομαι</i><br />α) [[είμαι]] πλαγιασμένος [[κάπου]]<br />β) [[στηρίζω]] τις ελπίδες μου [[κάπου]] («ἐπερείδεται εἰς τὴν εὔνοιαν τῶν ἰσχυρῶν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ερείδω]] «[[στηρίζω]], [[υποστηρίζω]] - ωθώ»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:17, 12 January 2021
Greek Monolingual
(AM ἐπερείδω)
στηρίζω πάνω σε κάτι
αρχ.-μσν.
σπρώχνω, μπήγω κάπου («ἐπέρεισε δὲ Παλλὰς Ἀθήνη (ἔγχος) νείατον ἐς κενεῶνα», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. πιέζω με δύναμη («τῇ χειρὶ ἐπερείδειν», Ιπποκρ.)
2. σπρώχνω την πόρτα για να κλείσει καλά
3. εντείνω (κυρίως τις δυνάμεις μου) («ἐπέρεισε ἵν' ἀπέλεθρον», Ομ. Οδ.)
4. αντιστέκομαι με όλες τις δυνάμεις μου
5. στρέφω όλη τη δύναμη του ενός εναντίον άλλου («ὅλην ἐπερείσας τὴν φάλαγγα τοῑς Ῥωμαίοις», Πλούτ.)
6. στρέφω την προσοχή μου κάπου («ἄν τὴν διάνοιαν ἐπερείσης», Πλούτ.)
7. στέλνω
8. μέσ. ἐπερείδομαι
α) είμαι πλαγιασμένος κάπου
β) στηρίζω τις ελπίδες μου κάπου («ἐπερείδεται εἰς τὴν εὔνοιαν τῶν ἰσχυρῶν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ερείδω «στηρίζω, υποστηρίζω - ωθώ»].