καλλικόμας: Difference between revisions

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kallikomas
|Transliteration C=kallikomas
|Beta Code=kalliko/mas
|Beta Code=kalliko/mas
|Definition=ὁ, = sq., <span class="sense"><span class="bld">A</span> πλόκαμος <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span>1080</span> (lyr.).</span>
|Definition=ὁ, = [[καλλίκομος]] ([[beautiful-haired]], [[with beautiful foliage]]), πλόκαμος E. ''IA'' 1080 (lyr.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καλλικόμας [καλός, κόμη] adj., met mooi haar.
|elnltext=καλλικόμας [καλός, κόμη] adj., met mooi haar.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 16:31, 22 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλικόμας Medium diacritics: καλλικόμας Low diacritics: καλλικόμας Capitals: ΚΑΛΛΙΚΟΜΑΣ
Transliteration A: kallikómas Transliteration B: kallikomas Transliteration C: kallikomas Beta Code: kalliko/mas

English (LSJ)

ὁ, = καλλίκομος (beautiful-haired, with beautiful foliage), πλόκαμος E. IA 1080 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

καλλικόμας: ὁ, καλλίτριχος, καλλικόμαν πλόκαμον Εὐρ. Ι. Α. 1080.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m. dor. c. καλλίκομος.

Greek Monolingual

καλλικόμας, ὁ (Α)
ο καλλίκομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -κόμας (< κόμη), πρβλ. ηλιο-κόμας, στραβαλο-κόμας].

Greek Monotonic

καλλικόμας: ὁ, = το επόμ., σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλικόμας [καλός, κόμη] adj., met mooi haar.

Russian (Dvoretsky)

καλλῐκόμᾱς: adj. m дор. Eur. = καλλίκομος.

Middle Liddell

καλλι-κόμας, ου, = καλλίκομος, Eur.]