κακομέτρητος: Difference between revisions
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kakometritos | |Transliteration C=kakometritos | ||
|Beta Code=kakome/trhtos | |Beta Code=kakome/trhtos | ||
|Definition=ον, | |Definition=ον, [[illmeasured]] ; τὸ κ., = [[κακομετρία]] ([[short measure]], [[false metre]]), Eust. 1644.32. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:32, 22 January 2021
English (LSJ)
ον, illmeasured ; τὸ κ., = κακομετρία (short measure, false metre), Eust. 1644.32.
German (Pape)
[Seite 1301] schlecht gemessen, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
κακομέτρητος: -ον, ἐν τῇ μετρικῇ, κακῶς μεμετρημένος· τὸ κακομέτρητον, = τῷ ἑπομένῳ, διὰ τὸ κακομέτρητον Εὐστ. 1644. 32.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κακομέτρητος, -ον) κακομετρώ
νεοελλ.
ο μετρημένος εσφαλμένα ή αυτός που μετριέται ή απαριθμείται δύσκολα, δυσκολομέτρητος
αρχ.
(μετρική) στίχος κακώς μετρημένος, που έχει κακό, εσφαλμένο μέτρο.