Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συργάστωρ: Difference between revisions

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
(40)
 
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=συργάστωρ
|Medium diacritics=συργάστωρ
|Low diacritics=συργάστωρ
|Capitals=ΣΥΡΓΑΣΤΩΡ
|Transliteration A=syrgástōr
|Transliteration B=syrgastōr
|Transliteration C=syrgastor
|Beta Code=surga/stwr
|Definition=-ορος, ὁ, v. [[σύργαστρος]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ορος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[χειρώνακτας]] [[εργάτης]], [[ιδίως]] [[ημερομίσθιος]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Συργάστωρ</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὄνομα]] βαρβαρικόν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[σύργαστρος]].
|mltxt=-ορος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[χειρώνακτας]] [[εργάτης]], [[ιδίως]] [[ημερομίσθιος]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Συργάστωρ</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὄνομα]] βαρβαρικόν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[σύργαστρος]].
}}
}}

Revision as of 10:45, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συργάστωρ Medium diacritics: συργάστωρ Low diacritics: συργάστωρ Capitals: ΣΥΡΓΑΣΤΩΡ
Transliteration A: syrgástōr Transliteration B: syrgastōr Transliteration C: syrgastor Beta Code: surga/stwr

English (LSJ)

-ορος, ὁ, v. σύργαστρος.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, Α
1. μτφ. (για πρόσ.) χειρώνακτας εργάτης, ιδίως ημερομίσθιος
2. ως κύριο όν. Συργάστωρ
(κατά τον Ησύχ.) «ὄνομα βαρβαρικόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σύργαστρος.