ἰσθμιάζω: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(18)
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=ἰσθμιάζω
|Medium diacritics=ἰσθμιάζω
|Low diacritics=ισθμιάζω
|Capitals=ΙΣΘΜΙΑΖΩ
|Transliteration A=isthmiázō
|Transliteration B=isthmiazō
|Transliteration C=isthmiazo
|Beta Code=i)sqmia/zw
|Definition=[[attend the Isthmian games; ]]''prov.'', to be unhealthy</b>, Suid., Hsch.<br><b class="num"></b>([[ἰσθμός]] 1) [[drink]], Phot.
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1263.png Seite 1263]] eigtl. die isthmischen Spiele feiern, übertr., weil ὁ τῶν Ἰσθμίων καιρὸς [[ἐπίνοσος]] war, ἐπὶ τῶν κακῶς βιούντων, VLL.; aber bei Phot. auch καταπίνεται erkl., von [[ἰσθμός]], also durch die Gurgel jagen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1263.png Seite 1263]] eigtl. die isthmischen Spiele feiern, übertr., weil ὁ τῶν Ἰσθμίων καιρὸς [[ἐπίνοσος]] war, ἐπὶ τῶν κακῶς βιούντων, VLL.; aber bei Phot. auch καταπίνεται erkl., von [[ἰσθμός]], also durch die Gurgel jagen.

Revision as of 10:59, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσθμιάζω Medium diacritics: ἰσθμιάζω Low diacritics: ισθμιάζω Capitals: ΙΣΘΜΙΑΖΩ
Transliteration A: isthmiázō Transliteration B: isthmiazō Transliteration C: isthmiazo Beta Code: i)sqmia/zw

English (LSJ)

attend the Isthmian games; prov., to be unhealthy, Suid., Hsch.
(ἰσθμός 1) drink, Phot.

German (Pape)

[Seite 1263] eigtl. die isthmischen Spiele feiern, übertr., weil ὁ τῶν Ἰσθμίων καιρὸς ἐπίνοσος war, ἐπὶ τῶν κακῶς βιούντων, VLL.; aber bei Phot. auch καταπίνεται erkl., von ἰσθμός, also durch die Gurgel jagen.

Greek Monolingual

ἰσθμιάζω (Α)
1. παρακολουθώ τους Ισθμικούς αγώνες
2. πίνω, καταπίνω («ἰσθμιάζει
καταπίνεται
ἰσθμὸς γὰρ ὁ τράχηλος», Φώτ.)
3. (κατά το λεξικό Σούδα και τον Ησύχ.) «ἱσθμιάζειν, ἐπὶ τῶν κακῶς βιούντων
ἐπίνοσος γὰρ ὁ τῶν Ἰσθμίων καιρός» — χρησιμοποιούσαν δηλ. το ρ. παροιμιωδώς με τη σημασία του είμαι άρρωστος, ασθενώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ἴσθμια. Η λ. απαντά μόνο στον Ησύχιο και στο λεξικό Σούδα. Το ρ. με τη σημ. με την οποία απαντά στον Φώτιο προέρχεται από το ουσ. ἰσθμός με σημ. «λαιμός»].