δειλιάζω: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(8) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=δειλιάζω | |||
|Medium diacritics=δειλιάζω | |||
|Low diacritics=δειλιάζω | |||
|Capitals=ΔΕΙΛΙΑΖΩ | |||
|Transliteration A=deiliázō | |||
|Transliteration B=deiliazō | |||
|Transliteration C=deiliazo | |||
|Beta Code=deilia/zw | |||
|Definition=to [[be cowardly]], cj. in Ancr. 85 P., [[λίην]] δὲ [[δειλιάζεις]] Anacr. ap. Ptol.Ascal. p. 409 H. | |||
}} | |||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[quedarse pasmado]]glos. a κατατεθήπειν Hsch. | |dgtxt=[[quedarse pasmado]]glos. a κατατεθήπειν Hsch. |
Revision as of 11:00, 31 January 2021
English (LSJ)
to be cowardly, cj. in Ancr. 85 P., λίην δὲ δειλιάζεις Anacr. ap. Ptol.Ascal. p. 409 H.
Spanish (DGE)
quedarse pasmadoglos. a κατατεθήπειν Hsch.
Greek Monolingual
(Μ δειλιάζω)
κατέχομαι από φόβο για κάτι, διστάζω να κάνω κάτι («δειλιάζετε σε πόλεμον να βγήτε»)
νεοελλ.
1. κάνω κάποιον να δειλιάσει («τίποτε δεν με δειλιάζει»)
2. αποκάμνω, κουράζομαι («τα χέρια μου αναδεύονται ακόμη δειλιασμένα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εδειλίασα, αόρ. του αρχ. δειλιώ].